Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

To Tαξίδι της Ελένης [τελευταίο μέρος]



Προηγουμένως είχαμε πει για εκείνο το μέρος που βρίσκεται σε κάποια άλλη διάσταση της Πλάσης, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός παράξενου γέροντα, η άρχουσα τάξη του οποίου είχε βρει ένα τρόπο ώστε να καταπιέζει επ'άπειρον τον κόσμο. 

E, εκεί αποφάσισε ότι θα ήθελε να πάει η Ελένη. Εκείνο τον κόσμο σκέφτηκε ότι θα ήθελε να επισκεφτεί, αν όντως υπάρχει σε κάποιο χώρο της πραγματικότητας και όχι μόνο στις γοητευτικές περιγραφές του γέροντα.
Έτσι, ένα βράδυ, τρύπωσε στην εκκλησία και βρήκε την καταπακτή εκεί που της είπε ο γέρος. Έκπληκτη όσο δεν παίρνει, ίσως μέχρι βαθμού αφασίας, είδε τα πόδια της να περπατάνε σε ένα μονοπάτι κοντά στην κορυφή ενός βουνού το οποίο ήταν… Που? Στο πουθενά. Ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. Το ακολούθησε και βρέθηκε κάπου! … Βρέθηκε εκεί που της είπε ο γέρος, στην πόλη των βασιλιάδων!

Για μήνες πηγαινοερχότανε η Ελένη από τον κόσμο της στον κόσμο που υπάρχει στην άλλη άκρη του μονοπατιού, κάνοντας ένα ιδιότυπο τουρισμό ανάμεσα σε διαστάσεις.
Τα δρομολόγια πύκνωναν όσο περνούσε ο καιρός.
Βλέπετε, διευκόλυνε κατά πολύ και το γεγονός ότι, κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο, αν και αυτή μιλούσε στους αυτόχθονες Ελληνικά αυτοί την καταλάβαιναν και, αντίστροφα, αν και οι αυτόχθονες της μιλούσαν στη γλώσσα τους, εκείνη άκουγε τι της έλεγαν στα Ελληνικά.

Με τον καιρό, απέκτησε και γνωριμίες…

Βέβαια, δεν τολμούσε να πει σε κανέναν για το μυστικό μονοπάτι…

 Όσο για τον κοινωνικό της αέρα και τη μόρφωση που είχε – προσόντα που δεν τα έβρισκε κανείς στις γυναίκες της πόλης εκείνης, εκτός και αν ήταν από γαλάζιο αίμα και από παλάτια στα χαμηλά του λόφου, αλλά και για τα παράξενα της ρούχα, αυτά τα άφηνε να παραμένουν μυστήρια…
Μυστήριο παρέμενε και το που έβρισκε τα όμορφα εκείνα αντικείμενα που αντάλλασε κάθε τόσο για χρήματα. Κάτι κομψά κρύσταλλα και χρυσά κοσμήματα και ρολόγια αλλόκοτα με περίπλοκους μηχανισμούς και με λουριά σιδερένια, τσάντες από παράξενα στιλπνά δέρματα που επάνω έγραφαν κάτι ακατάληπτες λέξεις όπως Louis Vuitton ή Calvin Klein

Με αυτά και με αυτά, πριν περάσει ένας χρόνος η Ελένη ήταν μια φιγούρα γνωστή σε αρκετούς στην πόλη.
Όσο για την κατάσταση της στο μίζερο διαμέρισμα του κόσμου της? Το απαίσιο, καταθλιπτικό συναίσθημα δεν υπήρχε πλέον, τουλάχιστον όχι με την πρότερη δύναμη. Το απροσδόκητο αυτό ταξίδι – αν μπορούμε να το πούμε «ταξίδι» - επέφερε τις αλλαγές αυτές στην ψυχοσύνθεση της που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιφέρει οποιοδήποτε ταξίδι από αυτά που προσφέρουν οι tour operators.

Τη γοήτευε πάρα πολύ η ύπαρξη του κόσμου που ανακάλυψε, δεν μπορούσε όμως να χωνέψει τους βασιλιάδες.
Έτσι, λίγο – λίγο, ξεχώρισε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι συνερίζονταν τους προβληματισμούς της, που ψυχανεμίζονταν την αυθαιρεσία και την τυραννία του  βασιλιά, και άρχισε να τους λέει διάφορα, προσπαθώντας να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Προσεκτικά πολύ, μην έχει μπλεξίματα με το σερίφη ή με οποιονδήποτε από τους σπιούνους του, συγκέντρωνε αυτούς τους ανθρώπους πότε σε σπίτια, πότε σε pubs, πότε σε αλάνες ή κάτω από τα τείχη της πόλης και τους έλεγε πράγματα θαυμαστά, υπό το φως των κεριών ή της σελήνης, ταξιδεύοντας το λογισμό τους σε κόσμους ονειρικούς με υπέροχους ανθρώπους.

Όλοι ήξεραν ότι αυτά που τους έλεγε δεν θα μπορούσαν να είναι αληθινά.. Πως θα μπορούσε εκείνη η αρχαία πόλη, η Αθήνα-πως-τη-λένε, να έχει αυτό το πολίτευμα που ο βασιλιάς δεν εξουσίαζε τα πάντα, τη δημοκρατία? Και που ήταν αυτή η Αθήνα και δεν την είχε ακούσει ποτέ κανείς? Και αφού ο βασιλιάς δεν εξουσίαζε τα πάντα, τότε τι βασιλιάς ήταν?
Όλοι ήξεραν ότι υπάρχουν και άλλες χώρες έξω από τα παλιά όρια της αρχαίας αυτοκρατορίας, αλλά επίσης ήξεραν θετικά ότι αυτοί που ζουν σε εκείνους τους μακρινούς τόπους είναι άξεστοι και αχρείοι, με βάρβαρα ήθη όπως όλοι οι άπιστοι που δεν θέλουν να πιστέψουν στον αληθινό  Θεό, εκείνο που σταυρώθηκε, αλλά προτιμούν πιστεύουν σε είδωλα,  περπατούν στα τέσσερα και κάνουν παιδιά με τις κόρες τους. Άρα, πως θα μπορούσε να υπάρξει αυτή η πόλη – αυτή η «Αθήνα» - ανάμεσα σε τέτοιους ανώμαλους, άπιστους αγριάνθρωπους? Εδώ καλά – καλά δεν υπήρχε «δημοκρατία» σε καμιά από τις χώρες τις κοντινές, τις πολιτισμένες, με τους ανθρώπους που πιστεύουν στον αληθινό Θεό, είναι ποτέ δυνατό να υπήρχε στους άπιστους και στους άγριους?

Παρόλα αυτά, η Ελένη τους έλεγε ακάθεκτη.

Τους έλεγε για τη δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας και για το Σόλωνα, το σοφό νομοθέτη που εξανθρώπισε τους νόμους του Δράκοντα, τους δρακόντειους.
Τους έμπασε στα καντούνια και στις λεωφόρους της Ιδανικής Πολιτείας του Πλάτωνα, εκεί που πάντα οι φτωχοί έχουν αξιοπρέπεια και φαγητό να φάνε, εκεί που πάντα η δουλειά και το χρήμα δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά απλά το μέσο για την επίτευξη κοινωφελών στόχων, αλλά την παρουσίασε ενισχυμένη μέσα από το θετικό και φιλομαθές πνεύμα του Αριστοτέλη.
Τους γνώρισε και με το δάσκαλο του Πλάτωνα, το Σωκράτη, και με τις ανθρωπιστικές του απόψεις, τις τόσο ασύμβατες με την εποχή του.
Δεν θα μπορούσε να παραλείψει να τους παρουσιάσει και το Διογένη, εκείνο τον άνθρωπο που ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι και όμως ήταν πλουσιότερος από το βασιλιά.
Τους μίλησε και για τη Γαλλία, για τη φιλομάθεια και το αίσθημα δικαίου της νεοσύστατης αστικής τάξης κατά την εποχή του Διαφωτισμού, μια νέα νοοτροπία που έβγαλε μια ολόκληρη ήπειρο από το τέλμα του Μεσαίωνα.
Τους είπε για το Βολτέρο και για τη λογική του ντεϊσμού σε αντιπαραβολή με τη στείρα θρησκοληψία.
Επίσης, τους γνώρισε το Μοντεσκιέ και το «Πνεύμα των Νόμων» και τους έμαθε τον Diderot και τη χαρά της φιλομάθειας. 
Τους μίλησε ακόμα για τη «Magna Carta», ένα πρώιμο κοινωνικό συμβόλαιο που θεσπίστηκε μεταξύ των ανθρώπων ενός μουντού νησιού όλο ομίχλες, ακατάπαυστη σκατοψιχάλα και πράσινα λιβάδια, το οποίο έμελλε να γίνει η κοσμοκράτειρα χώρα ενός μακρινού κόσμου.

Στο μυαλό εκείνων που την άκουγαν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι και οι τόποι και οι εποχές έγιναν ένας αχταρμάς.
Άλλοι μπέρδευαν τη Γαλλία με την Αθήνα, άλλοι το Βολτέρο με τον Αριστοτέλη και άλλοι νόμιζαν ότι αυτού που έγραψε τη Magna Carta του έδωσαν να πιεί το κώνειο, όμως λίγη σημασία είχε αυτό. Σημασία είχε ότι, τα διδάγματα της ήταν σαν ένας ήλιος που ανατέλλει πίσω από ψηλά βουνά φωτίζοντας – αργά στην αρχή αλλά όλο και με περισσότερο κύρος – το μυαλό εκείνων των ανθρώπων που ήταν σαν ένα νυχτωμένο τοπίο.
Κάποτε, θα ξημέρωνε για αυτούς μια άλλη μέρα.

Ανέλπιστα, στις συνάξεις εκείνες ήρθε και ο Έρωτας… Ήρθε με τη μορφή του Ρολάνδου, ενός νέου με φλογερά μάτια, γεμάτα φιλοδοξία και δυναμισμό.
Ούτε και σε αυτόν είπε για το μονοπάτι…

Με αυτά και με αυτά, η Ελένη άρχισε πλέον να θεωρεί τον εαυτό της κάτοικο της πόλης των βασιλιάδων και μόνο κάθε τόσο έκανε επισκέψεις στον δικό μας τον κόσμο, ίσα – ίσα για να παίρνει μια γεύση, να μη χάνει επαφή… Τώρα πια, καθόλου σχεδόν δεν την ενδιέφερε το ξεπούλημα του πατρικού κτήματος με το δίπατο, ούτε και πήγαινε καθόλου στο διαμέρισμα του τρίτου, εκείνου με θέα στον ακάλυπτο και τα σώβρακα του απέναντι. Απλά, περνούσε από έξω από την πολυκατοικία μια στις τόσες. Ξένη πια ανάμεσα σε ξένους.

Όσο περνούσε ο καιρός, οι διαδρομές της Ελένης στο μονοπάτι αραίωναν, αλλά και η διαδρομή του μονοπατιού  γινότανε όλο και πιο ψυχεδελική. Οι τρύπες άρχισαν να πληθαίνουν, ενώ εκεί που έβλεπε όλο πεύκα και αγριολούλουδα και στο βάθος την κορυφή του βουνού, τώρα τελευταία έβλεπε και κάτι παλαβά πράγματα. Έβλεπε κάποια δέντρα να είναι με πράσινους κορμούς και καφέ φυλλώματα, σύννεφα κίτρινα στον ουρανό να κινούνται πάνω – κάτω και όχι κατά μήκος του ορίζοντα, καμιά φορά η κορυφή του βουνού έπαιρνε αλλόκοτα σχήματα και χρώματα ενώ μια φορά, για μια στιγμή, εκεί που περπατούσε το μονοπάτι, ξαφνικά βρέθηκε στο διάδρομο ενός κτηρίου και μετά – μπραφ – πάλι στο μονοπάτι. Μέχρι που, μια φορά που πήγε στην είσοδο του μονοπατιού, στη σπηλιά στα χαμηλά του λόφου δεν βρήκε πια το μονοπάτι.

Έμεινε, λοιπόν, η Ελένη στην πόλη των βασιλιάδων για πάντα, χωρίς διέξοδο επιστροφής στην πόλη της. Τώρα, την πείραξε? θα ρωτήσετε… Μμμμ, ίσως ναι, λίγο. Δεν είναι εύκολο να χωνέψει κανείς ότι θα μείνει για πάντα σε ένα κόσμο του οποίου την ύπαρξη έμαθε μόλις πριν από τρια χρόνια. Αλλά, σπάνια το σκεφτόταν αυτό. Αυτή τώρα είχε το Ρολάνδο. Είχε και τις κρυφές της συγκεντρώσεις, κάτω από τη μύτη του σερίφη στην κυριολεξία, στις οποίες πήγαιναν όλο και περισσότεροι απλοί άνθρωποι. Εδώ, είχε αγάπη, είχε φίλους, είχε ζωή, είχε ένα σκοπό. Στον κόσμο που γεννήθηκε τι είχε?

Έτσι, λοιπόν, κύλησε από εκεί και πέρα η ζωή της Ελένης.

Πλέον, επικηρυγμένοι από το σερίφη, αυτή και ο Ρολάνδος ήταν μέλη ενός αντάρτικου που είχε πάρει τα βουνά. Πότε τους κυνηγούσε ο στρατός του βασιλιά, πότε κυνηγούσαν εκείνοι το στρατό του βασιλιά. Περνούσαν από χωριό σε χωριό και έλεγαν στους χωρικούς όλα αυτά τα ωραία που τους είχε μάθει η Ελένη.
… και το κίνημα φούντωνε…

Δεν πίστευε η Ελένη ότι θα είχε ποτέ της την ευκαιρία να ξαναγίνει ιδιοκτήτρια ενός κομματιού γης ούτε στον κόσμο αυτό ούτε πουθενά, πόσο μάλλον ότι θα είχε την ευκαιρία να αποκτήσει ένα δίπατο κομψό, σαν το πατρογονικό, για να στεγάσει τη ζωή της, την οικογένεια της και τα όνειρά της. Δεν το πίστευε αλλά δεν την πείραζε κιόλας. Αυτής της έμελλε ο αγώνας. Και αγώνα θα έκανε. Ίσως η κόρη της ή ο γιός της, αν ποτέ έφερνε παιδιά στον κόσμο. Σίγουρα όμως τα εγγόνια τους…

Κάθε τόσο, στις τρυφερές τους στιγμές, έλεγε στο Ρολάνδο ότι της έφτανε που είναι μαζί. Ότι θα μπορούσε να ζήσει για πάντα έτσι, αρκεί να ήταν μαζί. Και από μέσα της, κάκιωνε με τον εαυτό της και είχε κρυφές τύψεις γιατί όταν του τα έλεγε αυτά σκεφτόταν το όμορφο σπίτι που έχασε και εκείνο που μάλλον δεν θα αποκτούσε.

Και ο Ρολάνδος? Και αυτός της έλεγε ότι του έφτανε που είναι μαζί και ότι και αυτός θα μπορούσε να ζήσει για πάντα έτσι μαζί της.
…και, φιλόδοξος από τη φύση του και άλλο τόσο άπληστος, έβλεπε ότι πάει καλά το αντάρτικο και σκεφτότανε: Λεφτά! Λεφτά! Λεφτά! Και πόσο άνετος μπορεί να είναι ο θρόνος του βασιλιά…

1 σχόλιο:

  1. Τελείωσε το μικρό μου διήγημα... ελπίζω να σας άρεσε σε όσους το διαβάσατε...
    Προτίμησα να το σπάσω σε τμήματα γιατί δεν είναι και τόσο μικρό.
    Η 'Ελένη'που παρουσιάζω μπορεί να είναι μια κάποια οποιαδήποτε Ελένη, αλλά μπορεί να είναι και η σύγχρονη Ελλάδα... Αυτό θα το κρίνει ο κάθε ένας μόνος του όμως...

    Θα ήθελα να κάνω και ένα σχόλιο για τη σημερινή μέρα... Δεν το είχα υπολογίσει ότι θα τελείωνα την ιστοριούλα μου την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, μια όμως που έκατσε, θα ήθελα να σχολιάσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου για τη σημερινή επέτειο. Τα έγραψα και στο fb, αλλά no matter!
    Χαρμολύπη νοιώθω... Χαρά για τους προγόνους μου, που δεν έκατσαν να τους κρεμάσουν το λουράκι αλλά είπαν ΟΧΙ! και ας το πλήρωσαν μετά από τους γερμαναράδες του Χίτλερ. Λύπη νοιώθω για το σήμερα που ζω. Μέρος και εγώ μιας κοινωνίας που φοβάται, ή που δεν ξέρει πως να πει ένα λαμπρό ΟΧΙ! και αναγκάζεται να λέει πολλά ξεψυχισμένα ναι. Δεν θέλω να εξειδανικεύσω την ελληνική κοινωνία του 1940, ούτε και γιορτάζω "την έναρξη ενός πολέμου" όπως έχω ακούσει να λέγεται από διάφορους. Αλλά, πως να το κανουμε ρε παιδιά? Οι παππούδες μας, όσα κουσούρια και αν τους προσάψουμε, το είπαν το ΟΧΙ! και απέδειξαν ότι το μεγαλείο δεν είναι πάντα πίσω από τα μεγάλα μεγέθη [στρατιωτικά / οικονομικά] αλλά πίσω από τα μεγάλα 'ούμπαλα' - να το πω έτσι. Όσο για εσάς που λέτε - αυτούς που λένε - ότι σήμερα είναι ο εορτασμός της "έναρξης ενός πολέμου", θα ήθελα να σχολιάσω ότι, αν το βλέπετε έτσι, τότε καλά κάνετε και δε θεωρείτε ότι έχετε να γιορτάσετε κάτι σήμερα. Όμως, θα πρέπει να αναλογιστείτε μήπως βλέπετε το γεγονός μονοδιάστατα και τελικά χάνετε την αλήθεια... Αυτό που αποτελεί αιτία καθιερώσεως επετείου προς τιμή εκείνης της ημέρας είναι η απόφαση μας να μη σκύψουμε το κεφάλι και να ορθώσουμε το ανάστημα μας απέναντι στον κατά πολύ δυνατότερο κατακτητή.

    Αυτό είναι που γιορτάζουμε, που γιορτάζω εγώ, σήμερα. Αν θέλετε, οι παρελάσεις και όλα αυτά μπορεί και να ειναι άνευ ουσίας. Αφού ζούμε και εμείς μια περίσταση περίπου αντίστοιχη και δε λέμε το δικό μας περήφανο ΟΧΙ! καταλαβαίνω ότι δε μάθαμε από τους παππούδες μας, αυτό είναι το μόνο σίγουρο και ιδιαίτερα θλιβερό.

    Τα μεγάλα ούμπαλα φαίνονται από τις πράξεις και όχι από τα λόγια... Προσωπικά δεν θα έλεγα ότι είμαι γενναίος ή ατρόμητος, ξέρω όμως ότι, όποτε έκρινα ότι έπρεπε να παλεψω για να διεκδικήσω κάτι, πάλεψα. Κάποιες φορές έχασα, αλλά συνήθως όμως νίκησα. Δε νομίζω ότι είμαστε δειλοί εν συγκρίσει με τους παππούδες μας. Όμως κάτι λείπει... Ίσως ένας ηγέτης.

    Κάτι τελευταίο: το σημαντικό δεν είναι να κερδίσεις έναν αγώνα, αλλά να τον δώσεις. Αν δεν τον δώσεις, μια ζωή στην καρπαζά θα είσαι και στα σκατά. Αν τον δώσεις, μπορεί και να τον κερδίσεις. Αλλά και αν τον χάσεις, μπορεί πάλι να είσαι πεταμένος μέσα στα σκατά, αλλά τουλάχιστον το βλέμμα σου θα το έχεις ψηλά! Στα αστέρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή