Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

To Ταξίδι της Ελένης [Μέρος 3ο]



Όπως είπαμε, πέντε / έξι φορές κάθε χρόνο ο βασιλιάς, μέσω του δημάρχου, έδινε την ευκαιρία στους κατοίκους  της πόλης να βγουν για λίγο από το μαγγανοπήγαδο της άχαρης καθημερινότητας που τους επέβαλλε όλο τον υπόλοιπο καιρό και να ξεφαντώσουν.
Κάποια χρόνια μπορεί να ήταν τέσσερις οι περιστάσεις ή κάποια άλλα μέχρι και επτά. Όμως, τρεις ήταν οι κυριότερες γιορτές που ποτέ, καμιά χρονιά, δεν ήταν δυνατό να παραληφθεί ο εορτασμός τους κατά το λαμπρότερο τρόπο, έτσι όπως είπαμε προηγουμένως. Και οι τρεις περιστάσεις είναι οι πανάρχαιοι εορτασμοί των ανθρώπων προς τιμή της φύσης, που γιορτάζονται σε κάθε μέρος κάθε κόσμου, στο κάθε ένα διανθισμένες και μορφοποιημένες κατά τις τοπικές συνήθειες και παραδόσεις.
Αυτές είναι ο Θάνατος της Φύσης, η Αναγέννηση της Φύσης και η Κορύφωση της Φύσης.

Στην πόλη των βασιλιάδων, η πρώτη από αυτές ονομάζονταν Fin de Ano και λάμβανε χώρα λίγο μετά την αρχή του χειμώνα, την εβδομάδα με τη μικρότερη διάρκεια της ημέρας. Η γιορτή περιείχε αρκετά φοβικά στοιχεία, αφού στην ουσία εξέφραζε το φόβο των ανθρώπων για το επερχόμενο σκοτάδι από τον θάνατο του Ήλιου και της Φύσης. Άναμμα φωτιών μεγάλων παντού στα χωράφια ώστε να βοηθήσουν τον ήλιο να πάρει τα πάνω του, έχοντας το φόβο μήπως τελικά το σκοτάδι υπερισχύσει για πάντα έναντι του φωτός. Το μεθύσι των κατοίκων βουβό και ανταριασμένο σε εκείνη τη γιορτή, με άφθονο glοgg για αρχή και με βαριά ποτά στο τέλος. Τα φαγιά του δημάρχου – εκείνα που «κερνούσε» ο βασιλιάς, βαριά όλο με βούτυρα και λίπη. Η λήξη των εορταστικών εκδηλώσεων λάμβανε πάντα χώρα με το κάψιμο του αχυράνθρωπου πάνω σε μια πυρά στην κεντρική πλατεία. Μια συμβολική θυσία προς την αρχέγονη Γαία, ώστε να βοηθήσει τον σύζυγό της, τον Ήλιο, να ανανήψει για μια ακόμα φορά. Κάποιες φορές όμως, πότε - πότε δύο χρονιές συνεχόμενες ή χρόνο παρά χρόνο, συνήθως όμως κάθε τέσσερα με επτά χρόνια, ο αχυράνθρωπος ήταν κανονικός άνθρωπος. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υποψήφιος για το μαρτυρικό και εντυπωσιακό αυτό θάνατο ήταν κάποιος ή κάποια που κατηγορούνταν ότι έκανε ξόρκια και μάγια. Συνήθως τέτοιες βαριές κατηγορίες έπεφταν στα κεφάλια πριγκίπων ή αυλικών φιλόδοξων υπέρ του δέοντος και αρκετά απρόσεκτων στο να καλύπτουν τα νώτα τους.
Ένα περίπου μήνα μετά από το Fin de Ano,   έβγαινε ο δήμαρχος στην κεντρική πλατεία και ολοκλήρωνε το ρόλο του κατσαδιάζοντας τον κόσμο ότι είναι τεμπέληδες και αντιπαραγωγικοί και ότι τρώνε τόσα πολλά από τα λεφτά του καλού τους του βασιλιά σε γλέντια και σε ξεφαντώματα. Έτσι, υπήρχε μια κάποια ηθική νομιμοποίηση – άσχετα πόσο επίπλαστη – στις φορολογικές επιδρομές των αυλικών.

Η δεύτερη μεγάλη γιορτή της πόλης των βασιλιάδων ήταν το Ressurectionem, που λάμβανε χώρα κάπου στη μέση της Άνοιξης, όταν έπαιρναν οι μέρες να μεγαλώνουν και ο καιρός να γλυκαίνει. Αυτή ήταν μια γλυκιά, κεφάτη γιορτή της Αναγέννησης της Φύσης, της επιστροφής του Ήλιου στις ζωές των ανθρώπων και της γλυκιάς ζέστης. Σίγουροι πλέον οι άνθρωποι ότι ο ήλιος κατόρθωσε μια ακόμη φορά να επιβληθεί στο σκοτάδι, οι άνθρωποι γιόρταζαν με χαρά το γεγονός και όλοι είχαν διάθεση αισιόδοξη, ερωτική και κάπως σκανδαλιάρικη.
Συνεπώς, ήταν μια περίσταση που ο βασιλιάς έδειχνε το σπλαχνικό του πρόσωπο, παραγράφοντας τα χρέη ορισμένων από τους φουκαράδες της πόλης του, ενώ το τέλος των εορτασμών έκλεινε πάντα με το σερίφη και τους αυλικούς να πηγαίνουν για ένα κανένα μισάωρο πάνω κάτω σε μια πασαρέλα στην μέση της κεντρικής πλατείας και όσοι ήθελαν (δηλαδή όλοι) μπορούσαν να τους βρίζουν και να τους κάνουν κωλοδάχτυλα ή να τους καταριούνται κάνοντας τους κερατάκια ή με μεγαλοπρεπή φάσκελα, ενώ μπορούσαν να τους πετάνε αυγά κλούβια ή κομμάτια από λάχανα σάπια. Το συνήθειο εκείνου του εορτασμού ήταν ο κόσμος να μασκαρεύεται, συνήθως με κοστούμια και μάσκες που τους προμήθευε ο δήμαρχος, πάντα εκ μέρους του βασιλιά. Μασκαρεμένοι, μεθούσαν εύθυμα με κρασί και με χορό, ενώ οι νεώτεροι – ή όσοι το επιθυμούσαν – ερωτοτροπούσαν χορευτικά κατά μήκος του μεγάλου βουλεβάρτου, κρυμμένοι πίσω από την ασφάλεια και την ανωνυμία που τους προσέφεραν οι μάσκες τους, πάνω σε μουσικές εύθυμες, με γρήγορους ρυθμούς και πιπεράτους στίχους. Όπως είπαμε, την τελευταία μέρα των εορτασμών, όσοι ήθελαν (όλοι δηλαδή), είχαν την ευκαιρία να βγάλουν το άχτι τους για λίγη ώρα στους περιφερόμενους αυλικούς και στο σερίφη με τους τραμπούκους του.

H τρίτη μεγάλη γιορτή, το Samhrad, λάμβανε χώρα κατά το τέλος του καλοκαιριού. Εκεί, τον καιρό που ξεκινούσαν οι μέρες να μικραίνουν ραγδαία, λίγο πριν ξεκινήσουν τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, πάνω στην κορύφωση του κύκλου της Φύσης, τότε που η γη είναι καρπισμένη και περιμένει τους ανθρώπους να δρέψουν τους καρπούς της και να την ευχαριστήσουν. Στην πόλη των βασιλιάδων, η γιορτή αυτή εκτός από τη γιορτή της Κορύφωσης της Φύσης ήταν και η γιορτή του Διχασμού. Μια γιορτή που θα καθόριζε ποιοι θα λάβουν τους περισσότερους από τους καρπούς της γης.
Έτσι, σε μια αλάνα έξω από την πόλη, οι δυνατότεροι νέοι από τις έξι γειτονιές της πόλης έπαιζαν ένα αγώνισμα που έμοιαζε με το rugby μόνο που ήταν περισσότερο βρώμικο και βίαιο.
Πόσα κεφάλια δεν ανοίγανε κατά τη διάρκεια εκείνων των βίαιων παιχνιδιών, πόσες μύτες ματωμένες και κορμιά μωλωπισμένα… Ακόμα, για να ολοκληρωθεί το δελτίο συμβάντων, θα έπρεπε να προσθέσει κανείς κάμποσα χέρια σπασμένα, δάχτυλα γυρισμένα και εξαρθρωμένους αστράγαλους.
Οι νικητές παραλάμβαναν το έπαθλό τους από – τυμπανοκρουσίες παρακαλώ – τα χέρια του ίδιου του βασιλιά! Κουτσαίνοντας με υπερηφάνεια, με σπασμένα μούτρα και αγέρωχα βλέμματα, συνήθως περικυκλωμένα από μπλαβιασμένους κύκλους πρησμένης σάρκας, έκαναν μια σειρά και περίμεναν το βασιλιά να τους σφίξει το χέρι και να τους απονέμει το μετάλλιο τους. Πόση τιμή μπορεί να αντέξει κανείς…!
Και οι κάτοικοι της συνοικίας με τη νικήτρια ομάδα, έχοντας εν τω μεταξύ γίνει τύφλα στο μεθύσι παρακολουθώντας το πολύωρο παιχνίδι, όπως συνηθίζεται στην πόλη των βασιλιάδων σε τέτοιες περιπτώσεις, με χαρά μεγάλη και ενθουσιασμό σήκωναν τους σακατεμένους από το ξύλο νικητές στους ώμους τους.
Η νίκη ήταν πολύ σημαντική για αυτούς αφού καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, μέχρι το επόμενο Samhrad, είχαν το δικαίωμα να ειρωνεύονται και να κάνουν καζούρα στους κατοίκους των υπόλοιπων συνοικιών, ενώ είχαν προτεραιότητα στις δημόσιες υπηρεσίες, στις παροχές του δημάρχου  (όσες τέλος πάντων υπήρχαν) και διάφορα τέτοια μικροπρονόμια, τα οποία οι άρχοντες της πόλης διαφήμιζαν υπέρ του δέοντος και τους παρότρυναν να τα ασκούν με τον πλέον επιδεικτικό τρόπο ώστε να μπαίνουν στο μάτι των συμπολιτών τους από τις άλλες συνοικίες, για να συντηρείται έτσι μια κατάσταση ανταγωνιστικότητας, αντιπαλότητας και λανθάνουσας αντιπάθειας ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης ώστε να η προσοχή τους να αποστρέφεται από τα πραγματικά δεινά τους και από αυτούς που είναι οι αίτιοι των δεινών αυτών και να είναι στραμμένη σε βλακώδεις τοπικιστικούς  μικροεγωισμούς.

Τέλος, για να ολοκληρωθεί ο μηχανισμός καταστολής και αποπροσανατολισμού των ανθρώπων, δουλειά έπιανε ο αρχιεπίσκοπος. Έτσι, κάθε Κυριακή πρωί, έβαζε τους ιερείς του να γανώνουν τα κεφάλια του κόσμου για τον έκκλητο βίο που ακολουθούσε, μοιχεύοντας, χαρτοπαίζοντας, μαστουρώνοντας και μπεκροπίνοντας κάθε που ο καλός βασιλιάς έβαζε το δήμαρχο να διοργανώσει κάποια γιορτή για την ψυχαγωγία τους.
Και δώστου να τους βάζουν κάτω από τη μύτη τις φλόγες από τα θειάφια της Κολάσεως, που σίγουρα τους περίμεναν στο τέλος της πορείας του δρόμου που επέλεξαν να ακολουθούν.
Και ήθελαν να μην καταλήξουν εκεί, στο αιώνιο μαρτύριο της Κολάσεως? Ναι? Ήθελαν? Να τότε τι θα έπρεπε να κάνουν: Να είναι στωικοί και υπομονετικοί με τις αντιξοότητες της ζωής τους, γιατί τους στωικούς τους περιμένει ο Παράδεισος. Να σέβονται και να αγαπούν το βασιλιά τους, γιατί αυτούς που σέβονται το βασιλιά τους περιμένει ο Παράδεισος. Να μετανοούν για όλες τις αμαρτίες που έχουν κάνει και να συγχωρούν όσους τους έχουν αδικήσει, γιατί αυτούς που συγχωρούν και δεν εκδικούνται τους περιμένει ο Παράδεισος. Να μην θέλουν πλούτη και όμορφα ρούχα και πολλά φαγιά, γιατί αυτούς που είναι ολιγαρκείς τους περιμένει ο Παράδεισος.
Φυσικά, όσο περισσότερες φοροαπαλλαγές έκανε η αυλή στον αρχιεπίσκοπο, τόσο περισσότερο δασκάλευε τους ιερείς του να λένε στον κόσμο να αγαπά και να σέβεται τη βασιλική οικογένεια, που είναι Θεού θέλημα να βασιλεύει επί των ανθρώπων τούτης της χώρας στον αιώνα τον άπαντα.  
Κάθε τόσο έβγαινε και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος για κήρυγμα, συχνότερα όταν του χαρίζανε πολλούς φόρους, λίγο αραιότερα όταν σκλήραινε τη στάση της η αυλή .
Στις περιστάσεις αυτές, με φωνή δυνατή, τρεμάμενη από ρίγη συγκίνησης και αγάπης προς τον πλησίον του, εξηγούσε με φλογερά λόγια στους συγκεντρωμένους ότι, ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και ότι ο βασιλιάς μας, που επιλέχθηκε από το θεό να βασιλεύει στη γη αυτή για να κάνει το θέλημα του, κάνει τον κόσμο αυτό ακόμα καλύτερο. Όσο πιο πολλά και ακριβά τα δώρα του βασιλιά, τόσο πιο φλογερά τα λόγια του αρχιεπίσκοπου…
…κάθε τέτοια περίσταση έβγαζε ο αρχιεπίσκοπος δίσκο και τσακίζονταν οι πιστοί να τον γεμίσουν με λεφτά από το υστέρημα τους…

Έτσι λοιπόν, με τον αριστοτεχνικό αυτό τρόπο κουλάντριζαν οι βασιλιάδες το λαό τους εδώ και αιώνες τώρα… Πότε με το καλό, πότε με το άγριο, πότε με φιλότιμο και τις ενοχές, πότε με έχθρες και διχόνοιες και πότε με το φόβο της αιώνιας Κόλασης και την προσδοκία του μεταθανάτιου Παράδεισου, κάθε ένα από τα συστατικά αυτά σερβιρισμένο την κατάλληλη στιγμή και στην κατάλληλη δόση…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου