Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

(κ)Άγκελα παντού!

       “Φίλοι και συνάδελφοι της μαμάς μου, γεια σας! Εγώ είμαι το Καλομοιράκι. Ο λόγος που η μαμά μου ζαλιζόταν τόσο πολύ όταν δούλευε στην Τράπεζα, στο κείμενο που διαβάσατε πριν από λίγες ημέρες. Βρήκα τους κωδικούς της, μπήκα σε αυτό το blog που γράφετε όλοι εσείς οι μεγάλοι και σας γράφω για να μοιραστώ μαζί σας κάποια πράγματα που –αλήθεια σας λέω, φίλοι της μαμάς μου- δεν τα καταλαβαίνω καθόλου!

      Όλα άρχισαν όταν είπε αυτή η κυρία στις ειδήσεις ότι έρχεται στην Ελλάδα κάποια «Άγκελα». Εγώ δεν ξέρω καμία τέτοια, μόνο μια θεία-Αγγέλα ξέρω, αλλά αυτή είναι πολύ μακριά και δεν νομίζω να πείραζε τόσο πολύ την μαμά εάν ερχόταν, γιατί μόλις το άκουσε θύμωσε πολύ. Η γιαγιά (μαμά της μαμάς μου) θύμωσε κι αυτή, αλλά όχι με την Άγκελα, αλλά με την κυρία που έλεγε τις ειδήσεις. Γιατί, λέει, όλοι αυτοί μας φτάσανε εκεί που μας φτάσανε, που μαγειρεύουν τις δημοσκοπήσεις, που λένε ανακρίβειες για να παραπλανήσουν τον κόσμο, που καλύπτουν τους «δικούς τους» και θάβουν τους «άλλους», που δείχνουν τα επεισόδια και όχι τις πορείες , που ακόμη κυκλοφορούν με σοφέρ και εμείς πεινάμε. Τότε η μαμά μου είπε κάτι που δεν το κατάλαβα καλά, γιατί δεν το έχω ξανακούσει μέσα στο σπίτι μας. 

 Είπε, πρέπει να γίνει «επανάσταση»! Εκεί βρισκόταν και η προγιαγιά μου που όταν το άκουσε αυτό, θύμωσε κι εκείνη πολύ. Όχι με την Άγκελα, ούτε με την κυρία στις ειδήσεις. Αλλά με την μαμά μου που λέει τέτοιες κουβέντες μπροστά μου. Τι θα πει λέει «επανάσταση»; Δεν βλέπω πού έχουμε καταντήσει; Αν έρθει στην εξουσία το «τρίτο κόμμα» (όπως έλεγαν παλιά την αριστερά) θα έρθει και η συντέλεια του κόσμου. Πού να ήξερε η καημένη η προγιαγιάκα μου ότι το «τρίτο κόμμα» έχει γίνει «δεύτερο» (ίσως και πρώτο τώρα που μιλάμε) και είναι η μόνη λύση απέναντι στους ραγιάδες που μας κυβερνούν. Την συμβούλεψε να μην τα λέει αυτά παραέξω, και ειδικά στην δουλειά της γιατί οι μέρες είναι σκοτεινές και πρέπει να είναι ευγνώμων που έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της. Η μαμά μου τότε της απάντησε ότι μόνο ένα κεραμίδι της αναλογεί από όλο το σπίτι μας, γιατί όλο το υπόλοιπο είναι της τράπεζας που έχει πάρει το δάνειο. Και το χρωστάει. Και θα το χρωστάει για πολλά χρόνια ακόμα, μέχρι να γίνω εγώ μεγάλη. Αλλά με έχει εξασφαλίσει, λέει, γιατί άμα πεθάνει δεν θα έρθει σε εμένα το χρέος. Την μαμά μου, ποιος θα την εξασφαλίσει όμως που θα έχει για τόσα χρόνια αυτό το άγχος; Βαρέθηκα να την βλέπω συνέχεια στο τραπέζι της κουζίνας, με το κομπιουτεράκι να κάνει υπολογισμούς και να ξεφυσάει.

Όταν το κάνει αυτό, πηγαίνω και την τραβάω να παίξουμε, αλλά εκείνη μου λέει, «σε λίγο καρδούλα μου» και ακουμπάει στο χέρι της το κεφάλι της. Νομίζω αυτό το συναίσθημα το λένε «απόγνωση» οι μεγάλοι αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Το έχω ακούσει όταν το λέει στον μπαμπά μου στο τηλέφωνο γιατί τελειώνει ο μήνας και δεν μένουν καθόλου λεφτά. Ή τελειώνουν τα λεφτά και δεν μένει καθόλου μήνας; Τα μπερδεύω αυτά γιατί τελευταία, όλο για λεφτά και μέρες μιλάμε στο σπίτι μας. «Τρείς ο μήνας και μείναμε με διακόσια ευρώ. Πώς θα βγούμε πέρα;» Αν κάτι με στεναχωρεί σε όλο αυτό, δεν είναι που δεν έχουμε αρκετά χρήματα, γιατί αλήθεια σας λέω, εγώ δεν έχω καταλάβει κάτι τέτοιο. Ακόμα πάω στο πάρκο, ακόμα μαζεύω λουλουδάκια, ακόμα παίζω με τα γειτονάκια μου στην αυλή. Αυτό που με στεναχωρεί, είναι που όλοι οι μεγάλοι είναι τόσο θλιμμένοι. Και οι θείοι μου, και οι δασκάλες μου και ο κύριος που είχε το μαγαζί με τα ρούχα στην γωνία και το έκλεισε, και ο ξάδερφός μου που έχει φούρνο και μάλλον και αυτός θα τον κλείσει. 

Σήμερα η μαμά γύρισε από την δουλειά και ήταν πολύ αναστατωμένη. Δεν έκατσε όπως συνήθως στο τραπέζι της κουζίνας να κάνει λογαριασμούς, ούτε μίλησε με την γιαγιά για τα «χαράτσια» και την εφορία. Σήμερα στο σπίτι μας, μετά από πολύ καιρό, άκουσα την λέξη «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Για την ακρίβεια, η μαμά έλεγε πως θα πάει στο Σύνταγμα, στην διαδήλωση μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες που θέλουν να διαμαρτυρηθούν για όλα αυτά που περνάμε ως λαός. Γιατί είναι ελεύθερος πολίτης, λέει, και έχει δικαίωμα να διαδηλώσει οποιαδήποτε στιγμή θέλει και γιατί απαγορεύσεις είτε έμμεσες με τρομοκρατικά και εκβιαστικά μέσα, όπως η καλλιέργεια του φόβου ότι θα γίνουν επεισόδια, είτε άμεσες με την μορφή ρητής απαγόρευσης κάθε είδους συνάθροισης σε δημόσιο χώρο, είναι ΧΟΥΝΤΑ. Αυτή την λέξη την ξέρω! Την ακούω πολύ συχνότερα τον τελευταίο καιρό απ’ ότι τις άλλες. Την ακούω όταν έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ, όταν μειώνεται ο μισθός της μαμάς και του μπαμπά, όταν καταργούνται τα δώρα Πάσχα και Χριστ/νων, όταν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στο φαγητό μου και το πετρέλαιο για το καλοριφέρ του σπιτιού. Χούντα είναι να συμβαίνουν τόσες αδικίες και να μην τολμάει να μιλήσει κανείς γιατί πλέον όλοι ζουν υπό την απειλή μια απόλυσης, μιας κατάσχεσης, μιας αυτοκτονίας. Χούντα είναι να μην μπορεί η προγιαγιά μου, που έχει δουλέψει τόσο σκληρά να μου αγοράσει ένα παιχνίδι γιατί δεν παίρνει πια ούτε το ένα τρίτο της σύνταξης που έπαιρνε. Χούντα είναι να λέει ένας χοντρός κύριος στις ειδήσεις ότι εγώ και η μαμά μου «φάγαμε» μαζί τα λεφτά του κράτους και να μην μπορούμε να του αντιμιλήσουμε. Μπορούμε; Πώς; Εκλογές; Μάλλον εννοείτε αυτό που πάνε οι μεγάλοι πίσω από μία κουρτίνα και ρίχνουν κάτι χαρτάκια. Και αν αυτά τα χαρτάκια είναι μπλε ή πράσινα θα έχουμε λεφτά την άλλη μέρα, ενώ αν έχουν άλλο χρώμα θα ξαναγίνουμε φτωχοί. Και θα έχουμε πόλεμο. Δηλαδή τώρα είμαστε ελεύθεροι; Αν ναι, γιατί δεν μπορεί να πάει η μαμά μου στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα;

Αργότερα το βράδυ κι ενώ μου έβαζε η μαμά να φάω, άκουγα που η γιαγιά της έλεγε να μην πάει στην Αθήνα και να καθίσει σπίτι μαζί μου γιατί θα γίνουν φασαρίες και φοβάται. Η μαμά της είπε αυστηρά ότι θα πάει, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και πως θα έπρεπε να πάρει κι εμένα μαζί της κανονικά και να βγούμε όλοι στους δρόμους. Δεν νοείται να έρχεται ο κατακτητής και εμείς να τον υποδεχόμαστε με σκυμμένο το κεφάλι, φοβισμένοι, σκυθρωποί, όπως περπατάμε τα τελευταία χρόνια από το βάρος των προβλημάτων. Άλλωστε ό,τι φοβόμασταν μας έχει ήδη συμβεί. Χάσαμε την ελευθερία μας από τον φόβο να μην χάσουμε την βολή μας.

Την ώρα που με έβαζε για ύπνο, την κοίταξα και της είπα σιγανά «Δεν με αγαπάς μαμά. Δεν με αγαπάς όπως αγαπάνε οι άλλες μαμάδες τα παιδάκια τους». «Γιατί κοριτσάκι μου;» απάντησε αγχωμένη.«Γιατί αντί να έρθεις το μεσημέρι πίσω στο σπίτι και να μου φέρεις σοκολάτα και χυμό όπως κάνουν οι άλλες μαμάδες, θα πας εκεί που θα πάνε τα κακά παιδιά και μπορεί να σε χτυπήσουνε και μετά να κλαίς. Δεν με αγαπάς σου λέω!» Η μαμά μου γέλασε τρυφερά. Με χάιδεψε στο πρόσωπο και είπε κοφτά «Ίσως εγώ να σ’ αγαπάω περισσότερο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου