Πρωί..
Ένας πατέρας σηκώνεται..
Δεν έχει σήμερα δουλειά..
Τα μεροκάματα που έκανε σε έναν
εργολάβο, σε μια ανακαίνιση κάπου στα βόρεια προάστια τέλειωσαν πια.
Ετοιμάζεται να φύγει όμως. Σήμερα
είναι η τελευταία μέρα που έχει προθεσμία να πληρώσει εκείνο το ασφαλιστήριο
που είχε κάνει μερικά χρόνια πριν, τότε που είχε σίγουρα μεροκάματα, για το
παιδί του.
Μετράει και ξαναμετράει τα
χαρτονομίσματα και τα κέρματα. Ξέρει ότι θα του λείψουν από κάπου αλλού, ξέρει
ότι με αυτά μπορεί να βουλώσει αρκετές τρύπες, αλλά δεν το μετανιώνει…
Αντίθετα νοιώθει τυχερός που
βρήκε έστω και αυτά τα μεροκάματα κι έτσι μπόρεσε να συμπληρώσει το ποσό, για
να είναι σίγουρος ότι το παιδί του, ότι κι’ αν τύχει, θα μπορέσει να βρεί μια
σωστή ιατρονοσοκομιακή περίθαλψη. Γι’ αυτό έκανε το ασφαλιστήριο
συμβόλαιο..