Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

To Tαξίδι της Ελένης [Μέρος 2ο]



Αφού,  λοιπόν, σηκώσει κανείς την καταπακτή και ακολουθήσει τη διαδρομή που ορίζει το μονοπάτι, βγαίνει σε μια άλλη πόλη. Η πόλη αυτή είναι η πόλη στην οποία έχουν κτίσει το παλάτι τους οι βασιλιάδες μιας μικρής χώρας στην άκρη της επικράτειας που κάποτε όριζε και διαφέντευε μια μεγάλη και φοβερή αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία, μετά από ένα βασανιστικό  ξεπεσμό αιώνων, διαλύθηκε. Από τη διάλυση της αυτοκρατορίας ξεπήδησαν κάμποσες χώρες, άλλες σπουδαίες, άλλες μικρότερες. Οι βασιλιάδες εκείνης της μικρής χώρας είναι απόγονοι γιδοβοσκών που κατάγονται από τα βουνά που χώριζαν αυτή τη μικρή χερσόνησο από την υπόλοιπη αυτοκρατορία. Ένα πλήθος από χαμηλά βουνά, όλο κατσάβραχα και φαράγγια, πολλά χαμόδεντρα και αγκαθωτούς ξερόθαμνους σε ατελείωτες γραμμές και, κάπου - κάπου ολίγον από πεύκο και κυπαρίσσι.

Η οικογένεια των γιδοβοσκών που κατέβηκε από εκείνα τα βουνά την εποχή της αναταραχής που επακολούθησε μετά τον επιθανάτιο ρόγχο που έβγαλε η αυτοκρατορία, ήταν τελικά εκείνη που επικράτησε και, φυσικά, έγινε η βασιλική οικογένεια της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τη στέψη του πρώτου βασιλιά την παρακολούθησαν παρέα ζωντανοί και πτώματα των κυριοτέρων αντιπάλων της οικογενείας, τα τελευταία κρεμασμένα πάνω σε κρεμάλες στημένες στην κεντρική πλατεία, ενώ το τελετουργικό της πρώτης εκείνης στέψης διανθίστηκε από κροάγματα  κοράκων που τσιμπολογούσαν τις εκτεθειμένες σάρκες των νεκρών.

Αφού οι πρώτοι βασιλιάδες είδαν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να κρεμάσουν ή να σφάξουν όλα τα μέλη των άλλων ισχυρών οικογενειών – έχοντας εν τω μεταξύ γεμίσει τα μοναστήρια με τυφλωμένους γαλαζοαίματους, αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη για να ζήσουν οι άνθρωποι της μικρής εκείνης χώρας καλά και αυτοί οι ίδιοι καλύτερα. Έτσι λοιπόν, χώρισαν τη χώρα σε πάμπολλα μικρά τμήματα, ένα για κάθε κλάδο των εναπομεινασών ισχυρών οικογενειών και τα μοίρασαν σε όλο αυτό το σκυλολόι. Τα ονομάτισαν, μάλιστα, «Μεγάλα Δουκάτα», ώστε να καλύψουν όσο γίνεται το μικρό τους μέγεθος και το πόσο ασήμαντα τα ήθελαν να είναι. Από τα «Μεγάλα Δουκάτα», οι βασιλιάδες δεν ήθελαν παρά δύο πράγματα: να λαμβάνουν τακτικά και σωστά τους καθορισμένους φόρους από το κάθε ένα και παράλληλα κανένα από αυτά να μη γίνει πάρα πολύ ισχυρό.
Οπότε, η παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας σκοπό είχε να αποδυναμώσει μάλλον τις υποδομές και να δυσχεράνει το επίπεδο ζωής στις επαρχίες εκείνες, παρά να φέρει βελτίωση και πρόοδο σε αυτές.

Εκεί, λοιπόν, σε εκείνη την πόλη, την πρωτεύουσα της χώρας εκείνης που ξεκινά από τους πρόποδες των βουνών, και συγκεκριμένα σε μια σπηλιά στα χαμηλά ενός λόφου βγάζει το μονοπάτι.
Το παλάτι των βασιλιάδων είναι κτισμένο στην κορυφή εκείνου λόφου, ώστε να έχει πανοραμική θέα σε ολόκληρη την πόλη που είναι κτισμένη γύρω – γύρω. Εκείνοι που το έκτισαν μπορεί να ήξεραν ότι εκεί κάπου υπάρχει ένα μυστικό μονοπάτι, μπορεί και όχι. Οι τωρινοί του κάτοικοι πάντως αγνοούν την ύπαρξη του μονοπατιού.
Μεγάλο κτίσμα το παλάτι. Μεγάλο και πομπώδες. Μαζί με την πλατεία καταλαμβάνει όλη την κορυφή του λόφου. Η φατσάδα όλη επικαλυμμένη  από στιλπνό μάρμαρο. Στέκει, λοιπόν, στην κορυφή του λόφου εδώ και αιώνες και είναι κάπως σαν υπερφίαλο λοφίο πάνω σε κεφάλι ταλαίπωρο, σαν το λημέρι ενός μικρού πλην χθόνιου θεού που εννοεί να επιτηρεί όλη την πόλη μαυρίζοντας τις ζωές ταπεινών, κοινών θνητών.
Όπως όλα τα ογκώδη και ατσούμπαλα κτίσματα, πλακώνει το στήθος και προξενεί μια φευγαλέα δυσφορία σε όποιον το βλέπει. Αλλά και μέσα στις αίθουσες του παλατιού, έπιπλα και στολίδια όλο πολυτέλεια και τόση χλιδή μέχρι σημείου που το θέαμα αντί για επιβλητικό να καταντάει γελοίο. Ειδικά η αίθουσα του θρόνου, διακοσμημένη με επιδεικτική πολυτέλεια και πλούτο, φανερώνει σε όλο τους το εύρος τον εγωισμό, τη μεγαλομανία και τα συμπλέγματα των αλλοτινών γιδοβοσκών που έγιναν βασιλείς. Βεβαίως, για τους ταλαίπωρους υπηκόους η αίθουσα αυτή συμβολίζει την ισχύ της βασιλικής  οικογένειας του τόπου εκείνου και, φυσικά, το αυθαίρετο δικαίωμα της να βασιλεύει στον τόπο.
Από όλο το παλάτι, μόνο οι χώροι των δούλων και των υπηρετών είναι παραμελημένοι και φτωχικοί. Τοίχοι κακοσυντηρημένοι, ταβάνια μουχλιασμένα. Σπασμένα τζάμια σε παράθυρα κρυμμένα από τα μάτια του κόσμου που βλέπουν στο εσωτερικό άνοιγμα του κτηρίου ή σε γυμνό βράχο. Η απόλυτη αντίθεση φτώχειας και πλούτου, άσπρου και μαύρου μέσα στο ίδιο κτήριο! Από την παγωνιά των γυμνών χώρων με τα σπασμένα τζάμια στη ζεστασιά της αίθουσας του θρόνου, πόση απόσταση μπορεί να υπάρχει?… Αλλά, τι σημασία έχει? Αφού, κανείς επισκέπτης των ανακτόρων δεν βλέπει τους χώρους των υπηρετών άλλωστε... οπότε, δεν τίθεται κάποιο ζήτημα, και ας ξεπαγιάζουν όσοι μένουν ή εργάζονται σε εκείνους τους χώρους από αγιάζια και βροχές γκρίζων χειμώνων…

Χαμηλότερα στο λόφο, τα παλάτια ορισμένων οικογενειών ευγενών, πολυτελή και αυτά, αν και πολύ μικρότερα από το μεγάλο παλάτι των βασιλιάδων. Τριγύρω, στους πρόποδες του λόφου, οι βίλλες των πλουσίων μινίστρων, συμβούλων και λοιπών αυλοκολάκων.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι οι βασιλιάδες ανέκαθεν συντηρούσαν συνειδητά μια μεγάλη αυλή. Θεωρητικά, δουλειά των ανθρώπων της αυλής θα ήταν να μελετούν και να βελτιώνουν τους νόμους και τις επιστήμες ώστε να βοηθούν τον εκάστοτε βασιλιά να βασιλεύει δίκαια και αποτελεσματικά. Προσόντα τους, η υψηλή κατάρτιση και η ευρεία τους μόρφωση.
Στην πράξη, δουλειά των ανθρώπων της αυλής ήταν πάντα η κολακεία των μελών της βασιλικής οικογένειας και το ξεκατίνιασμα των ανταγωνιστών τους. Προσόντα τους, να καταπίνουν με χαμόγελο τις χυδαίες βρισιές και τα προσβλητικά σχόλια της οικογένειας των νυν βασιλιάδων και πρώην γιδοβοσκών, οι οποίοι, περιττό να αναφέρουμε, ήταν όλοι άξεστοι και αμόρφωτοι από πάππου προς πάππο.
Την αυλή τη συντηρούσαν σε τόσο μεγάλο εύρος όχι για να δέχονται συμβουλές και προτάσεις αλλά γιατί τους άρεσε να βλέπουν όλους αυτούς που την απάρτιζαν να τρώγονται μεταξύ τους, όντες εγκλωβισμένοι σε ένα ατέρμονο γαϊτανάκι φιλοδοξίας και υπερφίαλου εγωισμού.

Σαν αμόρφωτοι και άξεστοι απόγονοι γιδοβοσκών, αλλά και πλήρως διαποτισμένοι από την εξαχρείωση, τη διαφθορά και τα συμπλέγματα που φέρει η μακραίωνη άσκηση απόλυτης εξουσίας, ιδιαιτέρως όταν αυτή ασκείται σε μια χώρα μικρή στο περιθώριο των πραγμάτων, οι βασιλιάδες έτρεφαν συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι στους βασιλιάδες των άλλων χωρών.
Έτσι, επειδή κάθε κάποια χρόνια οι βασιλιάδες όλων των χωρών αντάλλασαν επισκέψεις στα πλαίσια ενός αρχαίου εθιμοτυπικού, είχε διαμορφωθεί εντός των τειχών της πόλης ολόκληρο σκηνικό. Κατά μήκος του κεντρικού βουλεβάρτου της πόλης, το οποίο, στρωμένο όλο από άριστης ποιότητας πλάκες, περνούσε σε ευθεία γραμμή από τη μισή και παραπάνω πόλη μέχρι που ανηφόριζε μαιανδρικά στο λόφο για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία και την είσοδο των ανακτόρων, είχαν ανεγερθεί κτήρια επιβλητικά και αρχοντικά, που να προσδίδουν στην πόλη αέρα μεγαλοπρέπειας ενώ στη μέση και τις άκρες του βουλεβάρτου είχαν φυτευτεί και θεριέψει όλο πλατάνια και καστανιές, κάτι δέντρα πανύψηλα και αιωνόβια.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, η πλειοψηφία των κτηρίων εκείνων ήταν άδεια. Κενά. Αχρησιμοποίητα. Το μεγαλύτερο σκηνικό που στήθηκε ποτέ σε ολόκληρη εκείνη την ήπειρο, λεφτά με το τσουβάλι πεταμένα στον κουβά, ώστε οι βασιλιάδες της ιστορίας μας να κάνουν με την άνεση τους τη φιγούρα τους στους ομολόγους τους των άλλων χωρών. Αλλά και πόσο θλιβερός ο παροπλισμός όλων αυτών των υπέροχων κτηρίων, που θα μπορούσαν να στεγάζουν τόσες υπηρεσίες ή ότι άλλο, αλλά δε στέγαζαν τίποτα άλλο εκτός από τον άδειο κομπασμό των κομπλεξικών βασιλιάδων, γιατί έπρεπε να μένουν καλοδιατηρημένα στο πέρασμα των αιώνων για τα μάτια των ξένων βασιλιάδων που, εν τέλει, λίγη σημασία μπορεί να έδιναν στην εικόνα που παρουσιάζει η πρωτεύουσα μιας μικρής χώρας την οποία επισκέπτονται κάθε κάποια χρόνια για λίγες μέρες στα πλαίσια του τυπικού ενός αρχαίου εθιμοτυπικού.
Ακόμα, γνωρίζοντας πως οι υπόλοιποι βασιλείς αρέσκονται στο κυνήγι της αλεπούς, οι βασιλιάδες είχαν φροντίσει να διατηρηθεί ένα δάσος της κακιάς ώρας γύρω από μια μικρή λίμνη κοντά στην πόλη και κάθε όποτε είχαν βασιλικές επισκέψεις, αμολούσαν μέσα κάτι ψωραλέες αλεπούδες που πρώτα είχαν βάλει να τις πιάσουν από τα βουνά. Και τρέχανε μπροστά οι αλεπούδες και ξωπίσω τους τρέχανε κάτι ατσούμπαλα τσοπανόσκυλα μεγάλα σαν γαϊδούρια, που τα γαβγίσματα τους έσκιαζαν, εκτός από τις αλεπούδες, άλογα και ιππείς.
Εκεί, στο δασάκι, υπήρχε και άλλο βασιλικό παλάτι, μικρότερο από εκείνο του λόφου, αλλά επιπλωμένο με εξίσου κραυγαλέα επιδεικτικό τρόπο που το έκανε στα μάτια των φιλοξενούμενων ακόμα γελοιότερο από το άλλο, μέσα στη μαύρη ερημιά που ήταν.

Όσο αφορά σε σπορ, βλέπετε, οι βασιλιάδες της ιστορίας μας είχαν άλλες προτιμήσεις: Κάθε τόσο, πήγαιναν νύχτα και έκλεβαν τα κατσίκια κάποιας από τις γύρω στάνες.

Αλλά και η παράθεση γευμάτων ήταν ένας τραγέλαφος όταν οι βασιλιάδες της μικρής αυτής χώρας είχαν βασιλικές επισκέψεις. Σαν κομπλεξικοί που ήταν, θεωρούσαν ότι τα φαγητά των άλλων χωρών είναι σώνει και καλά ανώτερα των φαγητών της χώρας τους. Έτσι, στην προσπάθεια τους να κοπιάρουν τα φαγητά που τους προσέφεραν σε άλλες χώρες, χωρίς όμως να έχουν όλα τα υλικά, μια και η θέση της χώρας τους ήταν σαφώς νοτιότερα των υπόλοιπων χωρών, αλλά ούτε και μάγειρες που να ξέρουν να τα μαγειρεύουν, κατέληγαν να σερβίρουν κάτι άνοστα πιάτα, τα λεγόμενα «gourmet», που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να ικανοποιηθεί τρώγοντας τα, ιδιαιτέρως δε όταν είναι υποχρεωμένος να τα τρώει κορδωμένος και με τους αγκώνες του κλειδωμένους στα παΐδια του, από πάνω. Πόση πλάκα είχε να βλέπει κανείς τις συγκεκαλυμμένες γκριμάτσες  των αυλικών & των μινίστρων κατά τη διάρκεια των γευμάτων αυτών, που από μέσα τους βλαστημάγανε την τύχη τους και το πανάρχαιο εθιμοτυπικό και μαζί με το εθιμοτυπικό βλαστημάγανε και τους ξένους βασιλιάδες που το τιμούν αλλά και το δικό τους που τους κάλεσε. Οι απροκάλυπτες γκριμάτσες των φιλοξενούμενων ωχριούσαν μπροστά τους …
Αλλά και πόση διαφορά από τα γεύματα που παραθέτονταν στις συνηθισμένες περιπτώσεις, τότε που η παρουσία υψηλών προσκεκλημένων δεν επέβαλλε τους συνδαιτυμόνες τέτοια γαστριμαργικά μαρτύρια…
Στο σύνηθες μενού έπαιζαν κοψίδια ή ζώα ολόκληρα στη σούβλα, και πληθώρα κρεάτων ψημένων στα κάρβουνα ή μαγειρεμένων με τοπικές συνταγές. Όλοι όσοι ευγενείς και παρατρεχάμενοι ήταν καλεσμένοι, έτρωγαν σαν τα ζώα μέχρι σκασμού, ενώ ταυτόχρονα κατανάλωναν απίστευτα μεγάλες ποσότητες ζύθου, κράσου και τσίπουρου.
Το τέλος εκείνων των γευμάτων εύρισκε τη σάλα να ζέχνει με μυρωδιές από αποφάγια μπαγιατεμένα και από ποτά χυμένα, από χνώτα και την ξινίλα από ιδρώτες, και κάθε έναν από τους παρευρισκόμενους τον εύρισκε είτε να κοιμάται στο ανάκλιντρο του σε ληθαργική κατάσταση – σε ορισμένες περιπτώσεις δίπλα η και επάνω στα ξερατά του, είτε αναψοκοκκινισμένο σα παντζάρι να θωπεύει κάποια από τις υπηρέτριες που εξυπηρετούσαν το γεύμα και να βογκάει καθώς προσπαθούσε να την πηδήξει, συνήθως χωρίς επιτυχία λόγω του προηγούμενου ξεκοιλιάσματος και της τύφλας του από το μεθύσι. Πολλές φορές η απόπειρα κατέληγε με το να τη βλαστημάει χυδαία όταν πια καταλάβαινε ότι δε θα έκανε τη δουλειά του, λες και έφταιγε η δύσμοιρη κοπέλα για το κακό χάλι του προύχοντα.
Όλα αυτά κάτω από τη διακριτική υπόκρουση μουσικών που έπαιζαν τροβαδούροι.
Εν τέλει, η παράθεση γευμάτων κατέληγε σε τραγελαφικές καταστάσεις ακόμα και όταν οι βασιλιάδες της μικρής αυτής χώρας δεν είχαν βασιλικές επισκέψεις.

Όπως είπαμε, η πόλη των βασιλιάδων έχει ένα εντυπωσιακό κεντρικό βουλεβάρτο. Ωστόσο, πίσω από το βουλεβάρτο, η εικόνα αλλάζει ριζικά…
Πίσω από το βουλεβάρτο υπάρχει ένας άλλος κόσμος, μια εντελώς διαφορετική πόλη. Μια πόλη όλο χαμόσπιτα σε κακή κατάσταση, άβαφα, παραμελημένα, με πατζούρια ξεθωριασμένα και ξεφτισμένα, να στέκουν στις άκρες στενών λασπωμένων χωματόδρομων ή πέτρινων τυφλοκάντουνων που τα διασχίζουν βρωμεροί  γάτουλες γεμάτοι παλιόνερα με αρρώστιες. Εκεί, παιδιά και μεθύστακες ανακατωμένοι με σκυλιά, γατιά και κότες, τρέχουν να παραμερίσουν από το διάβα - και κυρίως από τη μπότα - φτωχών νοικοκυραίων που κάθε τόσο περνάνε φουριόζοι. Στριγκές φωνές μανάδων που  φωνάζουν στα βλαστάρια τους παίρνουν τα αυτιά όσων τυχαίνει να περνάνε. Εδώ και εκεί, από κάποια καμινάδα βγαίνει η μπόχα βραστού κουνουπιδιού ή λάχανου. Συνοικιακά παρακμιακά pubs, μικρομάγαζα, βιοτεχνιούλες και εκκλησιές ξεπηδούν κάθε τόσο ανάμεσα από μικρά σπίτια και τρώγλες μισογκρεμισμένες.
Στις pub, μέσα σε αίθουσες με παμπάλαιες φτηνιάρικες ταπετσαρίες λεκιασμένες από φαντάσματα χυμένων ποτών και καφέδων και κιτρινισμένες από καπνούς άπειρων τσιγάρων, αργόσχολοι και γέροντες κάθονται και παίζουν χαρτιά, τάβλι ή μπαρμπούτι σε λιγδιασμένα τραπέζια, με τον περιστασιακό πικρό τσακωμό πάνω σε μια στραβοζαριά ή ένα χαμένο στοίχημα, ή απλά χαζομεθώντας άσκοπα, αρκετοί από αυτούς μόνοι, σκοτώνοντας την ώρα τους μπας και περάσει. Να περάσει η ώρα, να περάσει και αυτή η ζωή, μήπως υπάρχει μετά καμιά άλλη, να δούμε εκεί τι θα κάνουμε.
Φτώχεια και κακομοιριά διάχυτες παντού, σε κάθε στενό της πόλης των βασιλιάδων.

Η θλιβερή εικόνα της πόλης δημιουργούσε πρόβλημα στο βασιλικό παλάτι όποτε αυτό καλούνταν να φιλοξενήσει ξένους βασιλείς, γιατί, όπως ήταν πάνω στο λόφο, η θέα αυτής της μιζέριας θα φανερώνονταν απρόσκοπτα στους φιλοξενούμενους από τα παράθυρα, χαλώντας έτσι τo illusion που τόσο περίτεχνα είχαν στήσει οι βασιλιάδες και τόσο ακριβά είχαν πληρώσει οι πολίτες της μικρής αυτής χώρας.
Το τρομερό αυτό πρόβλημα το έλυσαν ως εξής: Κρεμούσαν χαλιά από τα παράθυρα των φιλοξενούμενων, τα οποία ακολούθως τα τέντωναν και τα κάρφωναν τεντωμένα στο πάτωμα. Με τη φαεινή αυτή ιδέα σώθηκε το κύρος και το γόητρο της μικρής αυτής χώρας. Αρκετοί φιλοξενούμενοι, παραξενεμένοι από το αλλόκοτο αυτό σκηνικό, ζητούσαν εξηγήσεις. Η απάντηση που έπαιρναν ήταν ότι, έτσι συνηθίζεται στη χώρα γιατί έχει πολύ ήλιο.
Άξιο αναφοράς είναι ένα περιστατικό με ένα πρίγκιπα από μια χώρα του βορρά, από εκείνες που κάνει πάντα κρύο και όταν νυχτώνει ξεχνάει να ξημερώσει ενώ όταν ξημερώνει ξεχνάει να νυχτώσει, ο οποίος βρήκε το σύστημα πολύ του γούστου του, μη μπορώντας να φανταστεί το παπατζιλίκι, και ξηλώθηκε κανονικά για να αγοράσει τα πανέμορφα χαλιά – κουρτίνες και να τα κρεμάσει στο δικό του παλάτι! Ακόμα εκεί μπορεί να είναι κρεμασμένα από όσο ξέρω…
Με πόση σοβαροφάνεια παζάρεψαν τότε οι αυλικοί τις τιμές των περίφημων χαλιών – κουρτινών στον ιδιόρρυθμο πρίγκιπα! Και σε τι τρανταχτά γέλια έσκασαν όταν τελείωσε το παζάρεμα! Πόσες μούντζες έφαγε όταν γύρισε την πλάτη του να φύγει, πριν καλά καλά βγει από την πόρτα! Μήνες, χρόνια, θυμόντουσαν το περιστατικό και ξεκαρδίζονταν από τα γέλια όλοι στο παλάτι!

Πολύ κακές λοιπόν οι συνθήκες της ζωής πίσω και από τα δύο πεζοδρόμια του βουλεβάρτου…
Τα λεφτά δύσκολα,  οι δουλειές σκληρές και οι φόροι σκληρότεροι. Θα μου πείτε, ο κόσμος πως και δε μιλούσε, δεν αντιδρούσε?
Ε, αυτό πια οφείλονταν στην πονηριά των βασιλιάδων που, αν και παρέμεναν σε όλα τους άξεστοι βλάχοι στον αιώνα τον άπαντα, είχαν ένα απαράμιλλο ένστικτο στο να ποδηγετούν, να εκφοβίζουν και να κοροϊδεύουν το λαό επί του οποίου βασίλευαν. Η χαλιναγώγηση των φόβων, των προσδοκιών και των συναισθημάτων ενός λαού απαιτεί μαεστρία και η μαεστρία των βασιλιάδων ήταν απαράμιλλη…

Ακούστε λοιπόν: είχαν ένα μαντρόσκυλο – το σερίφη, ένα τοτέμ που απειλούσε με κόλαση και υποσχόταν παράδεισο – τον αρχιεπίσκοπο, και έναν clown, έναν καραγκιόζη – το δήμαρχο. Α, και δύο – τρείς άλλους για να βοηθάνε τους τρεις παραπάνω φανερά και να τους σπιουνεύουν στα κρυφά, μη χάνεται και ο έλεγχος. Ο κάθε ένας από αυτούς τους τρείς, είχε τους δικούς του ρουφιάνους, οι οποίοι του έδιναν πληροφορίες για τους γείτονες τους. Πάντα βρίσκονταν οι πρόθυμοι για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Άλλοι πήγαιναν από ανάγκη για τα λεφτά, φτωχοί γαρ, άλλοι – οι περισσότεροι δυστυχώς –  από μια διεστραμμένη ευχαρίστηση που δίνει σε ορισμένους ανθρώπους το δόσιμο. Έτσι, όποτε κάποιος καψερός εμφάνιζε τάσεις για ρεμπελιό – αν μιλούσε άσχημα για το βασιλιά, λόγου χάριν – τον έβρισκε κάποιο ατύχημα. Και αν κάποιου το στόμα παράπαιρνε φόρα παρά το ατύχημα, υπήρχαν τα μπουντρούμια προς περαιτέρω συνετισμό και, στο τέλος, υπήρχε για τους αμετανόητους και η κρεμάλα, πάντα στημένη σε μια γωνιά τη κεντρικής πλατείας.

Ο σερίφης λοιπόν ήταν μια μορφή που τρομοκρατούσε αδιάκοπα τους κάτοικους της πόλης των βασιλιάδων. Και βούρδουλα κράταγε στα χέρια του και πιστόλα τράβαγε, τη μόνη πιστόλα στην πόλη – τώρα αν ήξερε πως λειτουργεί, αυτό είναι άλλο ζήτημα – ενώ είχε υπό τις διαταγές του στρατιά ολόκληρη από τραμπούκους με δυνατά χέρια και αδύναμα μυαλά.
Επειδή όμως η τρομοκρατία του σερίφη δεν θα ήταν ποτέ ικανή από μόνη της να καταστέλλει και να καταπιέζει τους ανθρώπους μιας ολόκληρης πόλης επ’άπειρον, έπιανε δουλειά και ο δήμαρχος.
Έτσι, πέντε – έξι  φορές το χρόνο ο δήμαρχος διοργάνωνε εκτεταμένους εορτασμούς με πρόφαση θρησκευτικές περιστάσεις ή δραστηριότητες της αγροτικής ζωής. Οι εορτασμοί αυτοί ήταν στην ουσία οργιαστικά ξεφαντώματα που λειτουργούσαν όπως η βαλβίδα ασφαλείας σε μια χύτρα. Η βαλβίδα της χύτρας αποδεσμεύει τον πλεονάζοντα ατμό ώστε να μη βρεθεί το καπάκι της χύτρας στο φεγγάρι. Σε όλες αυτές τις γιορτές, ο δήμαρχος φρόντιζε ώστε όλα να είναι στην εντέλεια, πάντα υπενθυμίζοντας ότι είναι προσφορά του βασιλιά προς το λαό του.
Οι γιορτές αυτές ήταν ζωντανές και έδιναν στον κόσμο να ζήσει έντονες διασκεδάσεις, αν μη τι άλλο. Η κεντρική πλατεία και το κεντρικό βουλεβάρτο έβαζαν στις περιστάσεις αυτές τα γιορτινά τους στολίδια και με ένα μεγάλο χαμόγελο υποδέχονταν τον κόσμο που πήγαινε να διασκεδάσει.
Ένα χαμόγελο σίγουρα σαγηνευτικό, με μεγάλη δόση πονηριάς όμως…

Μικρές μπάντες μουσικών έπαιζαν κεφάτους ρυθμούς με σκαμπρόζικα λόγια περιπλανώμενες πάνω κάτω στο στολισμένο βουλεβάρτο, ενώ στην κεντρική πλατεία, που στη μέση της έκαιγε κάθε βράδυ μια μεγαλειώδης φωτιά, ήταν στημένη η μεγάλη βασιλική μπάντα, αυτή με κάπως περισσότερο έντεχνο ρεπερτόριο… Και σε κάθε γωνιά όλο γελωτοποιοί και clowns με φαιδρά κοστούμια να κάνουν τα κωμικά τους σκέρτσα ή ακροβάτες και jugglers με καπέλα παράξενα κωνικά, σαν των Pet Shop Boys,  να παρουσιάζουν σε πλήθη ανθρώπων συγκεντρωμένα γύρω τους σε ημικύκλια εντυπωσιακά θεάματα με φωτιές, με ποδήλατα σε τεντωμένα σκοινιά και με επιδείξεις δύναμης.
Επίσης, σε κάθε τετράγωνο όλο κιόσκια που μοίραζαν στον κόσμο δωρεάν φαγητά – συνήθως λουκάνικα από κάτι παλιοκρέατα με ψωμί, πασαλειμμένα με καυτερή μουστάρδα για να σκεπάζεται όσο γίνεται καλύτερα η σαπίλα του κρέατος, αλλά κάθε εορτασμός είχε και τα δικά του ιδιαίτερα φαγητά, δωρεάν ποτά – μπύρες, κρασί, τζιν, ουίσκι, τσίπουρο σερβιρισμένα επίτηδες σε απίθανα μεγάλες ποσότητες, για να μεθάει ο κόσμος μια ώρα αρχύτερα, και δωρεάν τσιγάρα και πρέζα.
Δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αγοραίες, τις οποίες πλήρωνε χρυσές ο δήμαρχος με τα λεφτά των βασιλιάδων (του λαού, δηλαδή, αλλά αυτό δεν το λέμε) για να παίρνουν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν όσους ζητούσαν τις υπηρεσίες τους, ώστε να μπορεί μετά να έχει να λέει ο δήμαρχος για την καλοσύνη του βασιλιά, που φροντίζει για την ψυχαγωγία των υπηκόων του…
Αλλά και διάφορα άγρια πλην συναρπαστικά για τους φτωχούς κατοίκους της πόλης των βασιλιάδων θεάματα… Κοκορομαχίες, κυνομαχίες ή μάχες αρκούδων με μικρές αγέλες σκύλων. Μάχες γεμάτες γρυλίσματα και αδρεναλίνη, με γυμνωμένα μυτερά δόντια να γυαλίζουν πριν μπηχτούν στις σάρκες του αντιπάλου και μετά ξαναβγούν μέσα στο αίμα, νύχια έτοιμα να ξεσκίσουν ότι εμφανιστεί μπροστά τους, εντυπωσιακά σάλτα που να μην τα προλαβαίνει καλά -  καλά το μάτι σου και στο τέλος η αρχέγονη μπόχα από σωθικά πεταμένα στο ματωμένο χώμα που πάντοτε στο τέλος κάποιας μάχης τυλίγει νικητές και ηττημένους αδιακρίτως.
Πολύ άρεσαν αυτά στους κατοίκους της πόλης των βασιλιάδων και μάλιστα είχαν συνήθειο να βάζουν στοιχήματα πάνω στα κτήνη που θα πάλευαν. Μέσα σε ένα όργιο φαγοποσίας και κεφάτων μουσικών, αν όχι μισομαστουρωμένοι, οι περισσότεροι σίγουρα τύφλα στο μεθύσι, έβαζαν χοντρά στοιχήματα πάνω στα κτήνη. Βεβαίως, για τους «αγνούς» τζογαδόρους που δεν ήθελαν να διακόπτουν το τζογάρισμα περιμένοντας δύο ζώα μέχρι να τελειώσουν να ξεκοιλιάζονται, υπήρχε και το μπαρμπούτι. Παιχνίδι άμεσο και απλό. Αυτό όμως διακριτικά, δήθεν, στα στενάκια λίγο παραμέσα από το βουλεβάρτο.
Αυτό ακριβώς ήταν και το βούτυρο για το ψωμί των τοκογλύφων, οι οποίοι «δάνειζαν» λεφτά στον κόσμο και μετά του έπαιρναν το σπίτι και την αξιοπρέπεια, κραδαίνοντας σε αίθουσες δικαστηρίων χαρτιά αμαρτωλά από αναθυμιάσεις αλκοόλ και δάκρυα γυναικόπαιδων αφού πρώτα είχαν φροντίσει να πάρουν αυτό το μαλακισμένο ύφος θιγμένης ψευδευλάβειας.

Οι αυλικοί των βασιλιάδων τους είχαν από κοντά τους τοκογλύφους. Ηξεραν καλά πόσα λεφτά έβγαζαν… Και μετά την επιβολή των φόρων ήταν να τους λυπάται κανείς τους τοκογλύφους… Ναι! Όπως το διαβάζετε! Να τους λυπάται, παρόλη την υαινώδη αθλιότητα τους…
Τόσο σκληροί ήταν οι φόροι του βασιλιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου