Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

"Μάνα, μητέρα, μαμά..."

    Πέμπτη 23 Απριλίου 2009. Μεσημέρι. Στο σπίτι μου, στην οδό Προύσσης 4 στην Φλώρινα όλα είχαν κατακλυστεί από συγγενείς. Και τούλι. Σε δύο μέρες παντρευόμουν.  Έτρεχα για λουλούδια, γλυκά, κουφέτα, μαλλιά και νύχια όταν με κάλεσε ο προϊστάμενος του καταστήματος να με ενημερώσει διστακτικά πως «Μαράκι, η Εθνική κλείνει. Όποτε μπορέσεις, πέρασε για μια τυπική υπογραφή.» Ήξερα ότι το κατάστημα θα έκλεινε. Είχαμε ενημερωθεί, είχαμε κάνει απεργίες, όμως τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την ειλημμένη απόφαση της Εταιρίας που θεωρούσε (και θεωρεί ακόμη) πως αυτή ήταν η σωστότερη κίνηση που έκανε προκειμένου να εξοικονομήσει χρήμα. Γιατί, για ποιο άλλο λόγο αποφασίζεις να βάλεις λουκέτο σε τοπικά καταστήματα που στελεχώνονται από έμπειρους υπαλλήλους οι οποίοι τα έχουν μετατρέψει σε δεύτερα σπίτια τους προκειμένου να τα κρατήσουν ζωντανά και παραγωγικά; Σε καταστήματα που σε κρατάνε και εσένα ζωντανή ως Εταιρία, και δίνουν την δυνατότητα στον πελάτη να έρχεται σε άμεση επαφή μαζί σου, οποιαδήποτε στιγμή (και όχι μόνο στο τυπικό ωράριο που υποχρεούνται οι υπάλληλοι να παρίστανται στην εργασία τους) διότι κακά τα ψέματα, όταν μιλάς για επαρχία, γνωρίζεις πολύ καλά πως τα καλύτερα «συμβόλαια» υπογράφονται μεταξύ του τσίπουρου και του μεζέ σε ώρες που στην Αθήνα ο περισσότερος κόσμος είναι κολλημένος στην κίνηση.

   Κι αφού τελείωσαν τα διαδικαστικά (αδιάφορο για τους Διοικούντες  το πόσο επώδυνα ήταν), κι αφού παραδώσαμε κλειδιά, κι αφού έσβησε από την κεντρική Πλατεία της Φλώρινας η πελώρια φωτεινή επιγραφή «ΕΘΝΙΚΗ, Η ΠΡΩΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ», έπρεπε εμείς που είχαμε απομείνει ως εν ενεργεία υπάλληλοι να μεταφερθούμε στην Εθνική Τράπεζα. Αφού η μάνα δεν ήταν σε θέση να μας θρέψει άλλο, θα το έκανε η μητριά. Ή μήπως η πραγματική μητέρα; Μπερδεμένη και αγχωμένη δεν σας κρύβω, στις 25 Μαϊου 2009, ημέρα Δευτέρα, παρουσιάστηκα στις 7 και τέταρτο το πρωί στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας του Νομού Φλωρίνης . Ένα επιβλητικότατο κτίριο στέγαζε όλες τις υπηρεσίες της  και μία βαριά πόρτα άνοιγε μόνο από τον κλητήρα αποκλειστικά για την είσοδο και έξοδο των υπαλλήλων κατά τις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης. Εάν έφτανες νωρίς το πρωί άκουγες τα τακούνια σου να ηχούν σε όλο τον χώρο όταν τα ταμεία ήταν κλειστά και οι γκισέδες σφραγισμένοι. Η κουζίνα στο υπόγειο (καταφύγιο για τους καπνίζοντες) σε υπόμενε κι εκείνη έως ότου να φτιάξεις έναν καφέ κι έπειτα να πας στο γραφείο σου. Και οι υπάλληλοι; Οι «συνάδελφοι»; Εκείνοι κατάφθαναν από τις 7 το πρωί, υπέγραφαν σε ένα μεγάλο βιβλίο την παρουσία τους, έλεγαν καλημέρα μία φορά, με βροντερή φωνή για να ακουστούν από άκρη σε άκρη και να μην χρειαστεί να το επαναλάβουν και μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι πελάτες βυθίζονταν στην εφημερίδα τους αμίλητοι και άκουγες μόνο τις ρουφηξιές από τον καφέ τους.
   Η πρώτη εβδομάδα πέρασε μαρτυρικά. Καθισμένη σε ένα γραφείο στην άκρη της αίθουσας, με μόνο αντικείμενο ένα στυλό, καθόμουν ακίνητη και κοιτούσα – παρατηρούσα τον τρελό χορό των πελατών κάθε φορά που πλησίαζε το νούμερό τους και πώς τινάζονταν από την θέση τους όταν το χαρακτηριστικό κουδούνισμα του ταμία προσπερνούσε, άθελά του, την σειρά τους. Ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε, με χαιρετούσε –γιατί επαναλαμβάνω μιλάμε για επαρχία κι εκεί οι περισσότεροι γνωριζόμαστε- κι εγώ καθισμένη στο ίδιο γραφείο στην γωνία της αίθουσας σηκωνόμουν μόνο για να βγάλω καμιά φωτοτυπία ή για να καπνίσω στην κουζίνα.
   Ένα πρωί, κι αφού οι μέρες περνούσαν στο ίδιο μοτίβο, με τους προισταμένους μου να μην θέλουν να μου δώσουν κανένα αντικείμενο εργασίας, για –δική μου- καλή τύχη, μια εκ των κοριτσιών που έκανε την πρακτική της εκεί, αρρώστησε και χρειάζονταν άτομο στην υποδοχή. Με βαριά καρδιά λοιπόν, μου πρότειναν να βοηθήσω και ότι δεν ξέρω να ρωτάω. Φανερά χαρούμενη, μεταφέρθηκα στο γραφείο της υποδοχής και άρχισα να δουλεύω πυρετωδώς. Δεν σας κρύβω πως όλο το διάστημα που με είχαν στον «πάγκο» εγώ παρατηρούσα, ρωτούσα και έβλεπα τι έκαναν τα κορίτσια στην υποδοχή οπότε –εκτός από τις λεπτομέρειες- είχα καταλάβει το αντικείμενο. Στα μάτια των Τραπεζικών αυτό εκτιμήθηκε πολύ και όλες εκείνες τις ημέρες ένιωθα βλέμματα καρφωμένα επάνω μου να διερευνούν κάθε μου κίνηση, κάθε κουβέντα. «Δεν θα λες πολλές κουβέντες. Δεν είμαστε ασφαλιστές εδώ», με συμβούλεψε αυστηρά κάποια στιγμή ο Υποδιευθυντής μου. «Δεν είμαι ασφαλίστρια» του απάντησα, «απλά ευγενική.»
   Όταν επέστρεψε η κοπέλα που αντικαθιστούσα, ήμουν σίγουρη πως θα επέστρεφα στο θλιβερό γραφειάκι μου στην γωνία της αίθουσας. Την σιγή του χώρου, όμως, εκείνο το πρωί, εκτός από το γύρισμα των φύλλων της εφημερίδας και τις ρουφηξιές του καφέ, την έσπασε το αυστηρό τακ-τακ από τα τακούνια της Διευθύντριάς μου. Με πλησίασε και με τυπικό ύφος μου ανακοίνωσε πως στο εξής εγώ αναλαμβάνω το κομμάτι της υποδοχής των πελατών μέχρι νεοτέρας. Δικαιολογήθηκε, μάλιστα, για την έως τότε στάση τους απέναντί μου λέγοντας πως δεν ήξερε αν έπρεπε να ασχοληθώ με άλλα αντικείμενα ή μόνο τα ασφαλιστικά προϊόντα της Τράπεζας και γι’αυτό δεν με απασχολούσαν. Χαμογέλασα ανακουφισμένη και έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά. Ομολογώ πως ποτέ μέχρι τότε δεν είχα δουλέψει τόσες πολλές ώρες απερίσπαστη και χωρίς διάλλειμα. Ερχόμενη από την «μαμά» Εθνική Ασφαλιστική που –έως τότε!- δεν παίδευε ιδιαίτερα τα παιδιά της, μάλλον τα κανάκευε, βρέθηκα στην «μητριά» Εθνική Τράπεζα που ο καλός ανταμείβεται αλλά κάθε μέρα κρίνεσαι με βάσει πόσα internet banking  έχεις ενεργοποιήσει, πόσους τρεχούμενους έχει ανοίξει, πόσες κάρτες έχεις καταφέρει να «σπρώξεις» και όλα αυτά, φυσικά, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, χωρίς πολλά - πολλά.
   Ο καιρός περνούσε, το καλοκαίρι έφυγε χωρίς άδεια λόγω του ότι χρειάστηκε να λείψω για λόγους υγείας και αυτό θεωρήθηκε διακοπές, και το Φθινόπωρο με βρήκε πλήρως ενσωματωμένη στο νέο μου εργασιακό περιβάλλον. Έφτανα κάθε πρωί πρώτη απ’ όλους, διάβαζα το περιοδικό μου στο γραφείο μου, κάπνιζα αμίλητη στην κουζίνα και το χειρότερο όλων, όταν ήρθαν νέα παιδιά να κάνουν την πρακτική τους, τα τοποθέτησα στο ακριανό γραφειάκι και τους είπα να περιμένουν μέχρι να βρεθεί αντικείμενο και γι’ αυτούς. Δούλευα έως τις πέντε πολλές μέρες, τακτοποιούσα το αρχείο, περνούσα ώρες στο υπόγειο για να ταξινομήσω το πελατολόγιο, κι όλα αυτά γιατί είχα μάθει πλέον ότι η Τράπεζα σε ανταμείβει. Αρκεί να αποδείξεις ότι την υπακούς πιστά. Το τηλέφωνό μου χτυπούσε σπάνια πια από συναδέλφους της Εθνικής Ασφαλιστικής κι αυτό γιατί κάθε φορά που κάποιος με καλούσε απαντούσα αγχωμένα «πνίγομαι τώρα» κι έκλεινα βιαστικά.
   Η ανταμοιβή δεν άργησε να έρθει. Στα τέλη του Οκτώβρη, ένα πρωί, το βάδισμα της Διευθύντριάς μου ήχησε πάλι στον χώρο. «Θα γίνεις teller», μου ανακοίνωσε κι εγώ πέταξα από την χαρά μου. Ανάθεμα κι αν ήξερα τι πάει να πει teller, όμως φαντάστηκα πως είναι κάτι καλό. «Τι στο διάολο», έλεγα στον άντρα μου, «τόση δουλειά έχω πατήσει, κάτι πολύ καλό θα είναι.» «Και πότε θα πάω για σεμινάρια;» ρώτησα. «Την Δευτέρα» απάντησε εκείνη κοφτά και να σημειώσω πως ήταν Παρασκευή.
   Στα σεμινάρια διαπίστωσα πως teller δεν θα πει τίποτε άλλο από ΤΑΜΙΑΣ! Ναι, ταμίας! Δεν είχα ούτε 4 μήνες στην Τράπεζα και η «μεγάλη μητέρα» είχε αποφασίσει πως μπορώ να σταθώ πίσω από τον γκισέ σε ώρες αιχμής, να διαχειριστώ μεγάλα ποσά και να συνδιαλλαγώ με μεγάλους πελάτες. Η «μανούλα» Εθνική Ασφαλιστική, όμως, που τα παιδιά της  -μέχρι τότε!- τα είχε καλομαθημένα είχε αντίθετη γνώμη. Δεν έπρεπε να δεχτώ, δεν προβλέπονταν επίδομα ταμία, δεν με κάλυπτε κανείς σε περίπτωση λάθους. Τόλμησα να προτείνω να το αφήσουμε για λίγο ακόμη, εφόσον η Εθνική Ασφαλιστική (να σημειώσω ότι από εκείνη πληρωνόμουν) δεν συμφωνεί με κάτι τέτοιο, για να πάρω την απάντηση ότι «τώρα δουλεύεις για την Τράπεζα. Τα λεφτά που σου δίνει η Εθνική, η Τράπεζα της τα δίνει. Είσαι νοικιασμένη σε εμάς και αν θέλεις την συμβουλή μας, κοίταξε να αφομοιωθείς εδώ, στην Τράπεζα γιατί η Ασφαλιστική με την νοοτροπία της αυτή, δεν θα έχει μέλλον.»
   Όπως καταλαβαίνετε έγινα teller! Με δόξα και τιμή στις 15 Δεκεμβρίου 2009 έκατσα πίσω από τον γκισέ και άρχισα να πληρώνω δώρα και συντάξεις. Το άγχος τεράστιο. Θυμάμαι ότι για ώρες ένιωθα ότι δεν μπορώ να καταπιώ. Ένιωθα ότι δεν έχω αέρα. Οξυγόνο. Ασφυκτιούσα κάθε που ερχόταν η χρηματαποστολή και κλείδωναν οι πόρτες. Δεν είχα τρόπο διαφυγής. Δεν είχα έξοδο κινδύνου!
   Εκείνη η περίοδος, μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί επίσημα ως η χειρότερη περίοδος της ζωής μου! Σε μια παγωμένη Φλώρινα, τα Χριστούγεννα με έβρισκαν στην πιο μπερδεμένη κατάσταση στην προσωπική μου ζωή και στην πιο στρεσογόνα στην επαγγελματική. Γκάγκαρη Αθηναία, ένιωθα πως είχα εγκλωβιστεί σε επιλογές που δεν ήταν δικές μου, σε μια πόλη που δεν με αγάπησε ποτέ και σε μια δουλειά που δεν ήταν αυτή που είχα επιλέξει. Με είχε επιλέξει! Γιατί ήμουν καλός και υπάκουος στρατιώτης. Στις ώρες της ανεξέλεγκτης τρέλας, έριχνα το βλέμμα μου στις αφίσες με τα προϊόντα της Εθνικής, της Εθνικής ΜΑΣ, και χάζευα τα μπλέ γράμματα με την κόκκινη κουκίδα στην μέση του Θ. «Η ΠΡΩΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ». Όταν περνούσα τα βράδια από την Πλατεία της Φλώρινας, η σβησμένη ταμπέλα με έβλεπε να περπατάω κουκουλωμένη με παλτά και κασκόλ προσεχτικά μην γλιστρήσω από τον πάγο και γελούσε μαζί μου. Τί δουλειά είχα εγώ εδώ και τι παρίστανα; Τι ήθελα να αποδείξω πως είμαι; Σε ποιους; Η Τράπεζα αχόρταγη, ζητούσε κι άλλα από μένα. Μια Δευτέρα, το αυστηρό βάδισμα της Διευθύντριας, κατευθύνθηκε πάλι προς το μέρος μου. «Σε θέλω στα Δάνεια και στις κάρτες Μεγάλων Πελατών.» Πάγωσα. Την κοίταξα και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Μάλιστα», έγνεψα και ρώτησα «Από πότε;». «Από αύριο», απάντησε και έφυγε.
   02 Φεβρουαρίου 2010 και ζαλισμένη από απίστευτη ναυτία κάθομαι πίσω από έναν παλιό γκισέ, δίπλα από το γραφείο της Διευθύντριας και προσπαθώ να εστιάσω στην οθόνη χωρίς να καταλάβει κανείς ότι μου είναι ακατόρθωτο. Ήμουν έγκυος και δεν είχα τολμήσει να το πω έως ότου βεβαιωθώ ότι προχωράει καλά. Η δουλειά απαιτητική, το ωράριο βαρύ, το κρύο αδιανόητο, οι ζαλάδες και οι ναυτίες επίμονες. Ένιωθα πως ήταν η στιγμή να κάνω κάτι δραστικό. Ένιωθα πως ήταν η στιγμή να ζητήσω την βοήθεια της «μητέρας» Εθνικής Ασφαλιστικής. Κι έτσι κι έγινε. Ανακοίνωσα την επαπειλούμενη εγκυμοσύνη μου (είχαν προηγηθεί δύο αποβολές πριν από αυτήν), στην Εθνική Ασφαλιστική που μέσω των συναδέλφων την μόνη επίπληξη που δέχτηκα ήταν πως πρέπει να προσέχω και να ξεκουράζομαι, και την ανακοίνωσα και στην Εθνική Τράπεζα για να δεχτώ την ερώτηση ότι εφόσον ήμουν έγκυος γιατί «έφαγα» την θέση κάποιου άλλου που ενδεχομένως ήθελε να πάει στις κάρτες και τα δάνεια;  
   Κάθε μήνα όταν έληγε η άδεια που μου είχε δώσει ο γυναικολόγος μου, με ξυπνούσε το τηλεφώνημα της Διευθύντριάς μου. Γιατί δεν έστειλα νέο χαρτί; Θα επιστρέψω; Κι αν ναι, πότε; Εκείνη δυο παιδιά είχε κάνει και δούλευε μέχρι 9 μηνών! Είμαστε καλομαθημένοι εμείς της Ασφαλιστικής. Με θεωρούσε πιο δυνατό πλάσμα. Παρόλαυτα με περίμενε γιατί έχει πέσει πολλή δουλειά, κανά δυό είχανε φύγει με σύνταξη και έπρεπε να γυρίσω για να ξελασπώσω την κατάσταση. Από την άλλη, κάθε που καλούσα τους συναδέλφους του προσωπικού της Εθνικής Ασφαλιστικής για να ανανεώσω την άδειά μου οι μόνες ερωτήσεις που δεχόμουν ήταν αν είμαι καλά, αν έχω κοριτσάκι ή αγοράκι, αν τρώω, αν κοιμάμαι και πότε θα με δουν γιατί τους έχω λείψει!
    Η ιδέα όλο και ωρίμαζε μέσα μου. Δεν τολμούσα να το ομολογήσω σε κανέναν και ειδικά στον άντρα μου που περίμενε πως και πώς να επιστρέψουμε στην Φλώρινα αφού γεννήσω, δεδομένου ότι από τον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης μου είχα εγκατασταθεί στο πατρικό μου στην Αθήνα. 7 Σεπτεμβρίου 2010 και καταφθάνουν μια πελώρια αγκαλιά μπαλόνια από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου της Εθνικής Ασφαλιστικής για το νεογέννητο κοριτσάκι μου, μαζί με ένα ροζ λούτρινο αρκουδάκι. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ τίποτα παραπάνω. Ήταν τα μπαλόνια; Ήταν το αρκουδάκι που με κοιτούσε με τα πελώρια γυάλινα μάτια του; Ήταν οι ορμόνες; Πάντως βγαίνοντας από το μαιευτήριο, όταν με ρώτησαν που εργάζομαι απάντησα: «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ». Το εννοούσα. Το κατάλαβαν όλοι όταν μετά από λίγους μήνες έκανα αίτηση για μετάθεση και επέστρεψα στην έδρα της Εταιρίας. Απαλλαγμένη από κλειστές πόρτες, σιωπηλά πρωινά, πίσω από ασφυκτικούς γκισέδες και μεταλλικά κασελάκια, δικαιωμένη –αν θέλετε- γιατί κακά τα ψέματα, η «μητριά» όσο να πεις αναγνώρισε την στρατιωτική μου υπακοή, εγώ παρέμενα ένα κακομαθημένο παιδί από τα 1200 της «μαμάς» μου. Της ΕΘΝΙΚΗΣ, της ΠΡΩΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ. Και ήμουν πολύ χαρούμενη γι’ αυτό!

    Η κόρη μου ακόμη κοιμάται με το ροζ  λούτρινο αρκουδάκι της. Όταν την ρωτάνε ποιος της το έδωσε εκείνη λέει «η δουλειά της μαμάς μου». Αυτό και μόνο με δικαιώνει για την επιλογή μου και σβήνει κάθε άσχημη ανάμνηση. Σβήνει ακόμη και τον χτύπο στο πάτωμα από τα μυτερά τακούνια… 





2 σχόλια:

  1. Μαρία...αν σου μιλούσα προσωπικά,δύσκολα θα έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα μου.Μπράβο!Συγκινήθηκα πολύ,όπως πιστεύω και όσοι το διαβάσουν.Είμαι παιδί συναδέλφου και πλέον και εγώ η ίδια τώρα είμαι συνάδελφος.Ξερω και καταλαβαίνω απόλυτα τι θες να πεις.Δυστυχώς για κάποιους που προσπαθούν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε,έτσι ήταν,είναι και θα είναι η Εθνική Ασφαλιστική.Και το απέδωσες με πολύ όμορφο τρόπο.ΜΠΡΑΒΟ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Α, ρε Μαράκι...!!!!
    Καλοπέρασες και εσύ...
    Ευχαριστούμε που μοιράστηκες μαζί μας την εμπειρία σου αυτή.
    Ίσως κάποιες φορές πρέπει κάποιος να μας υπενθυμίζει τι σημαίνει ανθρώπινο εργασιακό περιβάλλον όπως επίσης και την αντίθετη όψη του.

    Ελπίζω να παραμείνουμε πάνω από όλα άνθρωποι και όχοι 'tellers', 'underwriters', 'directors', ή ότι στην ευχή αποκαλεί τον εργασιακό εαυτό του ο κάθε ένας από εμάς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή