Καλωσορίσατε στο Blog Συζήτησης της "Ριζοσπαστικής Πρωτοβουλίας". Καλή Περιήγηση!

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Το Ταξίδι της Ελένης [Μέρος 1ο]



Θα ήθελα να σας διηγηθώ μια ιστορία, την ιστορία της Ελένης. Η ιστορία της Ελένης, μέχρι ενός σημείου δεν είναι παρά μια ιστορία ξεπεσμένης ιδιοκτήτριας οικοπέδου στο λεκανοπέδιο Αθηνών. Μια ιστορία σαν όλες τις άλλες ιστορίες ξεπεσμένων ιδιοκτητών οικοπέδου, που έρχονται στην ανάγκη να ξεπουλήσουν το χωράφι τους. Οι αγοραστές, αφού γκρεμίσουν το πατρογονικό δίπατο που είναι γεμάτο αναμνήσεις και οικογενειακή ιστορία, τους δίνουν διαμέρισμα στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που σήκωσαν, με θέα τον ακάλυπτο και τα σώβρακα του απέναντι.

Μίζερη η υπόθεση, αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η ιστορία της  Ελένης της φαντασίας μου...

Αρχικά, η οικογένεια της Ελένης είχε το χωράφι της.
Εκεί, ο προπάππος έχτισε το δίπατο το σπίτι της οικογένειας του με φροντίδα και γούστο. Ίσως όχι ιδιαίτερη πολυτέλεια, αλλά από γούστο και αρχοντιά άλλο τίποτε. Γύρω – γύρω, έκανε περιβόλια με δέντρα καρπερά και όμορφους κήπους, όλο παρτέρια γεμάτα με λουλούδια και μεγάλες τριανταφυλλιές και απ’όλα. Ησυχία τότε... Οι καρποί των περιβολιών και η ομορφιά του κήπου έδιναν ιδιαίτερο νόημα στη ζωή της οικογένειας, ενώ η εργασία για τη συντήρηση τους έδινε ένα άλλο δέσιμο στα μέλη της. Μόνο κάπου - κάπου, κάτι παλιόσκυλα κατουράγανε στον κήπο και ξεραίνανε λίγα λουλούδια, αλλά κάποτε που παράγινε το κακό τους, ο παππούς της Ελένης τα παραφύλαξε, τα τάραξε στην κλωτσά και από τότε τρόμαξαν και δεν ξαναπλησίασαν στον κήπο, πήγαιναν αλλού να κατουρήσουνε.

Όμως, σταδιακά, άρχισε να ξεπέφτει η οικογένεια της Ελένης.
Να φταίει που έφυγαν πολλά μέλη της οικογένειας για την πόλη, μη έχοντας πλέον λόγο και δικαίωμα στο πατρογονικό χωράφι με το δίπατο? Να είναι απλή νομοτέλεια? Δεν ξέρω εγώ να το πω. Ξέρω όμως ότι, η Ελένη, η τελευταία κληρονόμος του χωραφιού με το δίπατο, αναγκάστηκε να το πουλήσει  σε κάποιο εργολάβο.
Έτσι, ο κήπος, που χρόνια ολόκληρα σκάλιζαν με τα χεράκια τους μέλη από όλες τις γενιές της οικογένειας, ήδη παραμελημένος πια, έγινε χώρος με γκαζόν κατά το απαίσιο γούστο των υποψήφιων νεόπλουτων αγοραστάδων, ενώ περίσσεψε και μπόλικος χώρος για το αναπόφευκτο παρκινγκ. Τα περιβόλια, φυτεμένα από τα χεράκια του προπάππου σε κάποια ευτυχέστερη και πιο ανέμελη εποχή, ξεχερσώθηκαν ενώ το δίπατο κατεδαφίστηκε για να σηκωθεί πολυκατοικία οκταώροφη, με διαμερίσματα πολυτελείας, κατά την ρεκλάμα της ταμπέλας, που μοσχοπουλήθηκαν, μια και το χωράφι και μεγάλο είναι και προνομιακό και σε καλό σημείο...

Και έμεινε η Ελένη στο διαμέρισμα του τρίτου, εκείνο που πήρε αντιπαροχή για το χωράφι.
Έτσι, από εκεί που είχε την άπλα της, τώρα είναι στριμωγμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους, περικυκλωμένη από τα παμπάλαια προγονικά έπιπλα που όσο ταιριαστά ήταν κάποτε στο δίπατο τόσο παράταιρα και εκτός τόπου φαντάζουν τώρα στο μικρό διαμέρισμα με τα χαμηλά ταβάνια.
Εκεί, εγκλωβισμένη. Καταδικασμένη να βολοδέρνει στα ρηχά μιας μιζέριας χωρίς ελπίδα συμφιλίωσης με τους τέσσερις τοίχους που αντικατέστησαν το οικογενειακό χωράφι, το γεμάτο αναμνήσεις και άγραφη οικογενειακή ιστορία. Καταδικασμένη να βλέπει για θέα τον ακάλυπτο και τα σώβρακα του απέναντι όταν βγαίνει έξω στο μπαλκόνι της να πάρει αέρα.

…και η Ελένη, μη μπορώντας να αντέξει άλλο μέσα στο μίζερο διαμέρισμα, σήκωσε το μικρό της κομπόδεμα και αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσει τον κόσμο. Ίσως και για να ξεφύγει.
Ταξίδεψε σε διάφορους τόπους, γκρίζους και ηλιόλουστους, μεγάλους και μικρούς. Ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, χωρίς ιδιαίτερους χρονικούς περιορισμούς. Ένα ταξίδι - απόδραση από την παλιά ζωή, ένα ταξίδι που ίσως θα μπορούσε να είναι εφαλτήριο μιας νέας…

Όπως γίνεται πάντα, κάποια στιγμή το ταξίδι τελείωσε και η Ελένη επέστρεψε πάλι στην ίδια καθημερινότητα που είχε η ζωή της και πριν από αυτό, αφού, όπως γίνεται πάντα, ένα ταξίδι όσο και αν ξελαμπικάρει το νου,  δεν είναι δυνατό να μεταβάλλει τις συνθήκες της ζωής ενός ανθρώπου. Μόνο ίσως, τις πρώτες μέρες της επιστροφής μπορεί όσοι τη γνώριζαν να διέκριναν στο βλέμμα της μια φευγαλέα μελαγχολία, μια αναπόληση για τόπους που γνώρισε και ίσως να μην ξαναδεί ποτέ ξανά.

Αν κάτι έψαχνε η Ελένη, δεν το βρήκε στο ταξίδι. Πως θα μπορούσε άλλωστε? Τελικά το βρήκε σχεδόν έξω από το σπίτι της.

Έτσι λοιπόν, ένα απόγευμα που περνούσε από την κεντρική πλατεία του προαστίου που έμενε, καθώς κοιτούσε τους ανθρώπους που ζούσαν μαζί με αυτή τις ζωές τους περπατώντας σε πεζόδρομους νεόκτιστους, άλλοι μόνοι για δουλειές, με γρήγορο βήμα και άλλοι σε παρέες για περίπατο, με αργά πόδια και γρήγορα στόματα αυτοί, πήρε το μάτι της ένα ρακένδυτο γεράκο να κάθεται σε κάτι σκαλιά κοντά στην κρήνη έξω από την τοπική εκκλησία και να χαζεύει και αυτός τον κόσμο να περνοδιαβαίνει.
Κάτι θα πρέπει να της έκανε εντύπωση σε εκείνο το γεράκο γιατί τα πόδια της, ασυναίσθητα, την οδήγησαν προς το μέρος του. Πράγματι, ο γέρος, αν και σαφώς καταβεβλημένος γύρευε από τι άσχημες συνθήκες ζωής, είχε κάτι το απροσδιόριστα ελκυστικό και ενδιαφέρον στο άτομο του, κάτι σαν φερμένο από άλλους κόσμους, από μέρη μαγικά και τόσο ξένα από τον κόσμο μας. Στο βλέμμα του μια λάμψη σαν από έναν ήλιο άλλο από το δικό μας. Τα ρούχα του,  πολύπαθοι ταξιδιώτες μέσα στο χωροχρόνο,  σαν από το Λονδίνο του Charles Dickens, αν και ρεταλιασμένα σε μεγάλο βαθμό, έφεραν τη φινέτσα μιας άλλης, γοητευτικότερης εποχής.
Ίσως και η Ελένη να είχε κάνει εντύπωση στο γέρο, ίσως και ο γέρος να αναζητούσε κάποιο άνθρωπο σαν την Ελένη… ένα άτομο το οποίο να έχει καμφθεί από τις συνθήκες της ζωής του, ώστε να αποζητά μια αλλαγή, κάτι νέο να του συμβεί, και συνάμα με το δυναμικό χαρακτήρα και τον άγριο ρομαντισμό που απαιτείται ώστε να μπορεί να αρπάξει την ευκαιρία για αλλαγή που είναι ζήτημα αν δίνεται έστω και μια φορά κατά τη διάρκεια μιας ζωής…

…και η Ελένη έπιασε κουβέντα με το γέρο...

Του είπε τον πόνο της και αυτός της διηγήθηκε μια ιστορία σαν παραμύθι, από έναν κόσμο άλλο από αυτόν που ζούμε. Μια ιστορία ενός κόσμου ξένου από το δικό μας, που πέρασε στον κόσμο μας μέσα από τις περιπλανήσεις του γέροντα σε μυστικά μονοπάτια κρυμμένα πίσω από τις πολύβουες λεωφόρους του κόσμου μας. Μονοπάτια καλά κρυμμένα που ξεκινούν από διάφορα σημεία του κόσμου που ξέρουμε και, διασχίζοντας σκοτεινά δάση, ανήλιαγες σπηλιές & φαράγγια ή άσπιλα, φωτεινά, αφράτα σαν βαμβάκι σύννεφα, καταλήγουν σε σημεία άλλων κόσμων. Κάποια από αυτά φυλάσσονται από δράκους, από κέρβερους ή από trolls πάνω σε γκρίζα άλογα, αλλά τα περισσότερα είναι αφύλακτα, μια και οι καιροί αλλάζουν – εκσυγχρονίζονται - και όλα αυτά τα πλάσματα, όντα κάποιας αλλοτινής, παρωχημένης πλέον εποχής, δεν μπορούν παρά να αργοπεθαίνουν και αυτά μαζί με την εποχή τους.  Αλλά και τα ίδια τα μονοπάτια αρχίζουν με τον καιρό να γίνονται όλο και περισσότερο αδιάβατα. Πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι, αφού οι άνθρωποι έχουν αντικαταστήσει εκείνο το ρομαντικό μούχρωμα της Μαγείας που έπεφτε γύρω από το σύμπαν σαν ένα γοητευτικά  μυστηριακό πέπλο με αυτό το παγερό, αποστειρωμένο φως της Επιστήμης και εννοούν να φωτίσουν με αυτό το εκτυφλωτικό φως τα πάντα γύρω τους, διαλύοντας με την απάνθρωπα έντονη λάμψη του το μυστηριακό αρχέγονο πέπλο?
Στα μέρη που είμαστε τώρα, της είπε ο παππούλης, εκεί που άλλοτε υπήρχαν πέντε – έξι μυστικά μονοπάτια τώρα έχει μείνει ένα και αυτό σε κακό χάλι, αφού πια σε μερικά σημεία στις άκρες του χάσκουν κάτι τρύπες μαύρες, απαίσια και επικίνδυνα μπαλώματα στην πλέξη της πραγματικότητας σαν άβυσσοι, που, αν σκοντάψεις και πέσεις μέσα τους καταλήγεις να κατρακυλάς αιώνια στο λαρύγγι του Τίποτα.

Κάτι τέτοια έλεγε ο γέροντας στην Ελένη. Θα μου πείτε, τον πίστευε η Ελένη που τον άκουγε τόση ώρα ή απλά έκανε κέφι τα αλλόκοτα πράγματα που της έλεγε? Μόνο η Ελένη το γνωρίζει αυτό. Ίσως, κάτι και από τα δύο, γιατί, αν και τα λεγόμενα του ήταν απίστευτα, κάτι στο ύφος του γέροντα μαρτυρούσε ότι όλα αυτά δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας του, αλλά αφήγηση περιστατικών της ζωής του. Το σίγουρο είναι ότι, η Ελένη άκουγε το γέροντα με προσήλωση μεγάλη.

Της είπε λοιπόν ο γέρος, ότι, μερικά μόνο μέτρα από τα σκαλιά που στέκονται, στο υπόγειο της εκκλησίας, υπάρχει μια καταπακτή πέτρινη που επάνω έχει ένα σκουριασμένο κρίκο. Η καταπακτή ίσα που διακρίνεται στο σκοτάδι του υπογείου, χαμένη κάτω από στασίδια σαρακοφαγωμένα που είναι μπαστακωμένα επάνω της εδώ και δεκαετίες ολόκληρες. Η εκκλησία, παμπάλαια, κτισμένη στο σύνηθες αρχιτεκτονικό στυλ του τόπου εκείνου, κτίστηκε εκεί για να σκεπάζει το μυστικό μονοπάτι. Πριν κτιστεί η εκκλησία υπήρχε εκεί άλλο κτίσμα, και πριν από το άλλο κτίσμα, ένα ακόμα παλαιότερο κτίσμα και πριν από εκείνο ένα άλλο και ούτω καθεξής. Πάντα εκεί υπήρχε ένα κτίσμα ώστε να κρύβει καλύτερα το μυστικό μονοπάτι. Ίσως το πρώτο από τα κτίσματα να ήταν φτιαγμένο από καλάμια και κληματόβεργες.
Όταν πρωτοκτίστηκε η εκκλησία, οι πρώτοι αρχιερείς γνώριζαν τι κρύβει η καταπακτή. Με τον καιρό, η ύπαρξη του μονοπατιού ξεχάστηκε. Για πολλά χρόνια, για αιώνες, υπήρχε ο θρύλος ότι μέσα στην εκκλησία υπάρχει μια καταπακτή που, αν την ανοίξεις βλέπεις «φώτα & φωτιές» αλλά και αυτός ακόμα ο θρύλος κατέληξε να ατονήσει με το πέρασμα των καιρών, μέχρις ότου ξεχάστηκαν τελείως και ο θρύλος και ακόμα και αυτή η καταπακτή.
Φυσικά, η καταπακτή, αδιάφορη για το γεγονός ότι οι άνθρωποι ξέχασαν την ύπαρξη της, εξακολουθεί να υπάρχει.

1 σχόλιο: